σημειωτόν, το


με το σημειωτόν / με βήμα σημειωτόν:

• Με τη βροχή που ρίχνει, θέλω μια ώρα για να φτάσω με το σημειωτόν στο γραφείο.  °  Bei diesem Regen kann ich nur im Schrittempo fahren und brauche eine Stunde zum Büro.        [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Από την Αλεξάνδρας ως τον Σταθμό Λαρίσης προχωράω με βήμα σημειωτόν, αλλά προχωράω κάπως.  °  Vom Alexandras-Boulevard bis zum Larissis-Bahnhof krieche ich [mit dem Auto] zwar nur im Schrittempo, doch immerhin komme ich vom Fleck.   [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Με μια πολιτική "βήματος σημειωτόν" [...] τα υφιστάμενα προβλήματα δεν θα λυθούν, θα επιδεινωθούν.  °  Mit einer [Wirtschafts-]Politik des Auf-der-Stelle-Tretens […] werden die bestehenden Probleme nicht gelöst, sondern immer größer.    [DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΗΚΩΝΩ...σηκώνω 1. Bedeutung [u.a.]: dulden / gestatten: • για μια υπόθεση που δεν σήκωνε ανα­βολή wegen einer Angelegenheit,...
  • ΣΗΚΩΤΟΣ, -ή, -ό...σηκωτός, -ή, -ό πάω (φέρνω / βγάζω έξω [κτλ.]) κάποιον σηκωτό: τον μεταφέρω βίαια σηκώνοντάς τον, ώστε να μην πατάει στο έδαφος [ΛΔΗ] [bzw.] τον πήραν σηκωτό:...
  • ΣΗΜΑ, το...σήμα, το 1. το σήμα κινδύνου: • Η κατάσταση όμως γινόταν σοβαρή, τα νερά κατέκλυζαν πολλούς χώρους του πλοίου. Ο Σμιθ έδωσε εντολή στον ασυρματιστή:...
  • ΣΗΜΑΔΕΥΩ...chließlich hatte solch ein Schatten einen beachtlichen Teil ihrer [= Julias] nächtlichen Weltabgeschiedenheit gestreift und seine Spuren hinterlassen [GF+DF aus:...
  • ΣΗΜΑΔΙ, το...σημάδι, το 1) das Zeichen 2) die Markierung:...
  • ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...σημαδιακός, -ή, -ό • εκτός κι αν είχαν συμπέσει με κάτι σημαντικό ή σημαδιακό es sei denn,...
  • ΣΗΜΑΣΙΑ, η...σημασία, η • Έσκασα αρκετά μέτρα πιο πέρα, σε μαλακό χώμα, [...]. Έσκασα, με όλη τη σημασία της λέξης, με το πρόσωπο λοξά και δεξιά....
  • ΣΗΜΕΙΟ, το...σημείο, το 1. το σημείο αναφοράς:...
  • ΣΗΜΕΙΩΝΩ...σημειώνω 1) notieren / vermerken: • ο Πέτρος σημειώνει στο ημερολόγιό του [...] ° Petros notiert (vermerkt) in seinem Tage­buch [...] • σημειώνετε ό,...
  • ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ...σημειωτέον • Τον οποίο, σημειωτέον, δυo φορές είχε δει όλο κι όλο – [...]. ° Dem er [sc.: der Mann, dem er], wohl bemerkt,...
Nachher:
  • ΣΗΡΑΓΓΑ, η...σήραγγα, η (Pl.: οι σήραγγες / Gen.: των σηράγγων) = der Tunnel [vgl....
  • ΣΙΓΑ...σιγά 1. Grundbedeutung: leise [Anm.: unrichtig oft auch verwendet in der Bedeutung "langsam"] 2.1. σιγά μην …: - das fehlt noch, dass … [Eideneier, Bd. 3, S....
  • ΣΙΓΟΥΡΑ...σίγουρα Zum Verhältnis des Ausdrucks "σίγουρα" einerseits zu den Ausdrücken "βέβαια / βεβαίως" und "ασφαλώς" andererseits vgl. Μάνεσης, S. 63:...
  • ΣΙΔΕΡΑ, τα...σίδερα, τα 1. als Ausdruck zur Umschreibung von "Gefängnis" bzw. "[Gefängnis-]Gitter": • Αν τα δικαστήρια δεν τους κλειδώνουν [sc....
  • ΣΙΩΠΗ, η...σιωπή,...
  • ΣΚΑΖΩ...σκάζω [bzw.] σκάω 1. Grundbedeutungen: - platzen - explodieren 2. το σκά(ζ)ω: • Ο Ντίνο το έσκασε. ° Dino [Saurier-Haustier] ist weggelaufen. [Untertitel] [bzw....
  • ΣΚΑΛΩΜΑΡΙΑ, η...σκαλωμαρία, η [bzw. auch: η σκαλομαρία] = das Mitfahren mit einer Straßenbahn am Trittbrett bzw. auf der Kupplung,...
  • ΣΚΑΜΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σκαμμένος, -η, -ο • [...] με γκρίζα μαλλιά, με σκαμμένα πρόσωπα, γερασμένα ° […] [Menschen] mit grauen Haaren und zerfurchten,...
  • ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΩ [bzw.] ΣΚΑΝΤΑΛΙΖΩ...σκανδαλίζω [bzw.] σκανταλίζω [Anm.: "σκανταλίζω" lt. ΛΜΠ volkstümlich,...