σημάδι, το
1) das Zeichen
2) die Markierung:
• έβαλα σημάδια στο τμήμα του οικοπέδου που μας ανήκει ° ich habe Markierungen (Markierungszeichen) beim Abschnitt des Grundstücks gesetzt, der uns gehört [GF aus ΛΜΠ]
3) das Ziel [das beim Schießen etc. getroffen werden soll], das Visier:
• τους βάλανε στο σημάδι ° sie nahmen sie ins Visier / sie zielten auf sie [zB. mit dem Gewehr]
[vgl. auch]:
• κι επειδή κανένας απ’ τους δυο δεν ήξερε σημάδι, η μονομαχία ήταν αναίμακτη ° und weil keiner von beiden [Duellanten] zielen konnte, verlief das [mit Pistolen ausgetragene] Duell unblutig [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
4) die Narbe (= η ουλή)
5.1) der Abdruck, die Spur [auf der Haut oder einer anderen Fläche] [etc.]:
• Τη χαστούκισε με τόση δύναμη που έμεινε το σημάδι της παλάμης του πάνω στο μάγουλό της. |
Er ohrfeigte sie mit solcher Heftigkeit, dass die Hand [GF: seine Hand(fläche)] einen Abdruck auf ihrer Wange hinterließ. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• κοιμήθηκες με το μάγουλο πάνω στ’ άχυρα και σου άφησαν σημάδια |
du hast mit der Wange auf dem Stroh geschlafen, und da sind [deshalb] ein paar Abdrücke [auf deiner Wange] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Το ποτήρι άφησε ένα σημάδι στο τραπέζι. (σημάδι = αποτύπωμα) |
Das Glas hinterließ einen Abdruck am Tisch. [GF (incl. erläuterndem Ausdruck) aus ΛΚΝ] |
• τα σημάδια από το κραγιόν της νονάς [...] στο μάγουλό μου |
die Lippenstiftflecken der Tante […] auf meiner Wange [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Μόνο το βαρέλι για το βούτυρο άφησε στην πλάτη μου μερικά σημάδια. |
Nur das Butterfass [das ich von der Alm ins Jagdhaus hinuntergetragen hatte] ließ […] einige blaue Flecken auf meinem Rücken zurück. [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] |
• Το όμορφο πρόσωπό της ήταν ακόμα γεμάτο σημάδια από τις τρομερές μελανιές που είχε αποκτήσει [...] |
Ihr [hübsches] Gesicht zeigte noch immer Spuren der schweren Prellungen, die sie sich [vor einem Monat bei einem Autounfall] zugezogen hatte, […] |
5.2) die Spur [metaphorisch iS von: a) nicht-physische Auswirkung eines Geschehens / b) physische Auswirkung eines Geschehens ohne unmittelbare physische Einwirkung]:
• Η ψυχολογική ένταση που επικρατούσε στην παιδική της ηλικία άφησε βαθιά σημάδια στην ψυχή της. ° Die psychologische Anspannung, die [aufgrund der problematischen familiären Situation] in ihrer [= Marias] Kindheit herrschte, hinterließ tiefe Spuren in ihrer Seele.
• In ihrem Gesicht siehst du (= sieht man) deutlich die Spuren der Zeit / der Müdigkeit. ° Στο πρόσωπό της βλέπεις καθαρά τα σημάδια του χρόνου / της κούρασης.
Weitere Wörter:
- ΣΕΙΡΑ, η...σειρά, η 1. με τη σειρά μου (σου, ...) ° meinerseits (deinerseits, …) / wiederum [etc.]: • Κι εκείνος θα πρέπει, με τη σειρά του,...
- ΣΕΡΒΙΡΩ...σερβίρω zur Konjugation: - Stamm II = Stamm I (= να σερβίρω) - Aorist: σερβίρισα - Paratatikos: σέρβιρα + σερβίριζα - παρακείμενος: έχω σερβίρει [vgl....
- ΣΕΡΝΟΜΑΙ...σέρνομαι s. unter σέρνω (Z 3) ...
- ΣΕΡΝΩ...σέρνω 1. Grundbedeutung: ziehen [etc.]: • έσερνε λίγο το πόδι της,...
- ΣΕΣΟΥΛΑ, η...σέσουλα, η με τη σέσουλα: μτφ. φρ. επί χρημ. εις μεγάλην ποσότητα [ΛΔΤΚ] π.χ.:...
- ΣΗΚΟΥΑΝΑΣ, ο...Σηκουάνας, ο = die Seine [Fluss in Frankreich] ...
- ΣΗΚΩΝΩ...σηκώνω 1. Bedeutung [u.a.]: dulden / gestatten: • για μια υπόθεση που δεν σήκωνε αναβολή wegen einer Angelegenheit,...
- ΣΗΚΩΤΟΣ, -ή, -ό...σηκωτός, -ή, -ό πάω (φέρνω / βγάζω έξω [κτλ.]) κάποιον σηκωτό: τον μεταφέρω βίαια σηκώνοντάς τον, ώστε να μην πατάει στο έδαφος [ΛΔΗ] [bzw.] τον πήραν σηκωτό:...
- ΣΗΜΑ, το...σήμα, το 1. το σήμα κινδύνου: • Η κατάσταση όμως γινόταν σοβαρή, τα νερά κατέκλυζαν πολλούς χώρους του πλοίου. Ο Σμιθ έδωσε εντολή στον ασυρματιστή:...
- ΣΗΜΑΔΕΥΩ...chließlich hatte solch ein Schatten einen beachtlichen Teil ihrer [= Julias] nächtlichen Weltabgeschiedenheit gestreift und seine Spuren hinterlassen [GF+DF aus:...
- ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...σημαδιακός, -ή, -ό • εκτός κι αν είχαν συμπέσει με κάτι σημαντικό ή σημαδιακό es sei denn,...
- ΣΗΜΑΣΙΑ, η...σημασία, η • Έσκασα αρκετά μέτρα πιο πέρα, σε μαλακό χώμα, [...]. Έσκασα, με όλη τη σημασία της λέξης, με το πρόσωπο λοξά και δεξιά....
- ΣΗΜΕΙΟ, το...σημείο, το 1. το σημείο αναφοράς:...
- ΣΗΜΕΙΩΝΩ...σημειώνω 1) notieren / vermerken: • ο Πέτρος σημειώνει στο ημερολόγιό του [...] ° Petros notiert (vermerkt) in seinem Tagebuch [...] • σημειώνετε ό,...
- ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ...σημειωτέον • Τον οποίο, σημειωτέον, δυo φορές είχε δει όλο κι όλο – [...]. ° Dem er [sc.: der Mann, dem er], wohl bemerkt,...
- ΣΗΜΕΙΩΤΟΝ, το...σημειωτόν, το με το σημειωτόν / με βήμα σημειωτόν: • Με τη βροχή που ρίχνει, θέλω μια ώρα για να φτάσω με το σημειωτόν στο γραφείο....
- ΣΗΡΑΓΓΑ, η...σήραγγα, η (Pl.: οι σήραγγες / Gen.: των σηράγγων) = der Tunnel [vgl....
- ΣΙΓΑ...σιγά 1. Grundbedeutung: leise [Anm.: unrichtig oft auch verwendet in der Bedeutung "langsam"] 2.1. σιγά μην …: - das fehlt noch, dass … [Eideneier, Bd. 3, S....
- ΣΙΓΟΥΡΑ...σίγουρα Zum Verhältnis des Ausdrucks "σίγουρα" einerseits zu den Ausdrücken "βέβαια / βεβαίως" und "ασφαλώς" andererseits vgl. Μάνεσης, S. 63:...