σειρά, η
1. με τη σειρά μου (σου, ...) ° meinerseits (deinerseits, …) / wiederum [etc.]:
• Κι εκείνος θα πρέπει, με τη σειρά του, να κάνει αρκετή υπομονή μαζί σου. ° Und e r wird seinerseits (Und umgekehrt wird e r / Und e r wird wiederum) ziemlich viel Geduld mit dir haben müssen.
• Οι μισθοί είναι εισόδημα και αποτελούν καθοριστικό παράγοντα της συνολικής ζήτησης. Η εξέλιξη της ζήτησης με τη σειρά της επηρεάζει τις επενδύσεις. ° Löhne sind Einkommen und stellen einen wesentlichen Bestimmungsfaktor der gesamtwirtschaftlichen Nachfrage dar. Die Entwicklung der Nachfrage wiederum hat einen Einfluss auf die Investitionen. [DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]
• Αυτό όμως ήταν το σημείο που έκανε τον ξάδελφό μου, με τη σειρά του, να βγάλει αφρούς. ° Das aber war der Punkt [sc. Gesprächspunkt], der wiederum meinen Vetter zum Schäumen brachte. [nachdem sich schon zuvor an anderer Stelle der Diskussion sein Gesprächspartner furchtbar aufgeregt hatte] [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
• Έγινε μια συμφωνία: θα δώσω τις συνταρακτικές πληροφορίες κι εκείνοι με τη σειρά τους θα με αφήσουν ήσυχη. ° Es gibt jetzt ein Abkommen [zwischen mir (weibl.) und den Journalisten (die mir nachjagen)]: Ich gebe die [von ihnen begehrten] erschütternden Informationen [in Form eines offenen Briefes] weiter, und sie lassen mich dafür [wörtl.: ihrerseits] in Ruhe. [GF+DF aus: Όσες φορές]
2. δίνω σειρά:
• Άμα θα γυρίσει ο Γιώργης, θα του δώσω σειρά να παντρευτεί πρώτος. ° Wenn Jorgis [mein jüngerer Bruder] zurückkommt [hierher ins Heimatdorf], dann soll er als erster heiraten, noch vor mir! [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
Weitere Wörter:
- ΣΑΝΤΕ...Σαντέ • κοντοστέκονταν στο περίπτερο να πάρουν τσιγάρα, ο ένας "σαντέ", ο άλλος σέρτικα ° sie machten beim Kiosk einen Halt, um Zigaretten zu kaufen,...
- ΣΑΝΤΕΖΑ, η...σαντέζα, η • η γριά σαντέζα ° die alte Chansonette [GF+DF aus: Καζαντζάκης:...
- ΣΑΡΩΝΩ...σαρώνω 1) [Bedeutung u.a.]: überrollen [im metaphorischen Sinn] 2) Sonstiges: • Η επιστήμη θα σαρώσει την ανθρώπινη δυστυχία! ° Die Wissenschaft [zB....
- ΣΑΤΕΝ, το...σατέν, το • στο σατέν φόρεμά της ° auf ihrem Satinkleid [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
- ΣΒΗΝΩ...σβήνω 1. σβήνω – σβύνω: Το ρήμα "σβήνω", πριν καθιερωθεί με "η", γραφόταν με "υ": "σβύνω". [Καρζής, σ. 194] 2. spezielle Formen:...
- ΣΒΥΝΩ...σβύνω s. σβήνω ...
- ΣΕ (Ι) [Präposition] ...σε (Ι) [Präposition] 1. σε + Zeitangabe ° Zeitangabe + darauf / später // nach + Zeitangabe: • Σε πέντε λεπτά ξαναχτύπησε το τηλέφωνο....
- ΣΕ (ΙΙ) [Pronomen]...σε (ΙΙ) [Pronomen] BS für die Verwendung von "σε" anstelle von "σένα": • Άλλον από σε να κουβεντιάσω δεν έχω. ° Jemand Αnderen als dich habe ich nicht,...
- ΣΕΑ, τα...σέα, τα τα σέα και τα μέα: • μ’ όλα της τα σέα και τα μέα ° [ein Motorrad / μια μηχανή] mit allem Drum und Dran [GF+DF aus: Γ. Ρίτσος:...
- ΣΕΒΑΧ, ο...Σεβάχ ο ο Σεβάχ ο Θαλασσινός ° Sindbad, der Seefahrer [zur Etymologie s. Νατσ., σ. 546] ...
- ΣΕΡΒΙΡΩ...σερβίρω zur Konjugation: - Stamm II = Stamm I (= να σερβίρω) - Aorist: σερβίρισα - Paratatikos: σέρβιρα + σερβίριζα - παρακείμενος: έχω σερβίρει [vgl....
- ΣΕΡΝΟΜΑΙ...σέρνομαι s. unter σέρνω (Z 3) ...
- ΣΕΡΝΩ...σέρνω 1. Grundbedeutung: ziehen [etc.]: • έσερνε λίγο το πόδι της,...
- ΣΕΣΟΥΛΑ, η...σέσουλα, η με τη σέσουλα: μτφ. φρ. επί χρημ. εις μεγάλην ποσότητα [ΛΔΤΚ] π.χ.:...
- ΣΗΚΟΥΑΝΑΣ, ο...Σηκουάνας, ο = die Seine [Fluss in Frankreich] ...
- ΣΗΚΩΝΩ...σηκώνω 1. Bedeutung [u.a.]: dulden / gestatten: • για μια υπόθεση που δεν σήκωνε αναβολή wegen einer Angelegenheit,...
- ΣΗΚΩΤΟΣ, -ή, -ό...σηκωτός, -ή, -ό πάω (φέρνω / βγάζω έξω [κτλ.]) κάποιον σηκωτό: τον μεταφέρω βίαια σηκώνοντάς τον, ώστε να μην πατάει στο έδαφος [ΛΔΗ] [bzw.] τον πήραν σηκωτό:...
- ΣΗΜΑ, το...σήμα, το 1. το σήμα κινδύνου: • Η κατάσταση όμως γινόταν σοβαρή, τα νερά κατέκλυζαν πολλούς χώρους του πλοίου. Ο Σμιθ έδωσε εντολή στον ασυρματιστή:...
- ΣΗΜΑΔΕΥΩ...chließlich hatte solch ein Schatten einen beachtlichen Teil ihrer [= Julias] nächtlichen Weltabgeschiedenheit gestreift und seine Spuren hinterlassen [GF+DF aus:...