σερβίρω


zur Konjugation:

- Stamm II = Stamm I (= να σερβίρω) 

- Aorist: σερβίρισα 

- Paratatikos: σέρβιρα + σερβίριζα 

- παρακείμενος: έχω σερβίρει

[vgl. Ιορδανίδου, S 168 iVm S 89]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΑΝΤΕΖΑ, η...σαντέζα, η • η γριά σαντέζα ° die alte Chansonette [GF+DF aus: Καζαντζάκης:...
  • ΣΑΡΩΝΩ...σαρώνω 1) [Bedeutung u.a.]: überrollen [im metaphorischen Sinn] 2) Sonstiges: • Η επιστήμη θα σαρώσει την ανθρώπινη δυστυχία! ° Die Wissenschaft [zB....
  • ΣΑΤΕΝ, το...σατέν, το • στο σατέν φόρεμά της ° auf ihrem Satinkleid [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
  • ΣΒΗΝΩ...σβήνω 1. σβήνω – σβύνω: Το ρήμα "σβήνω", πριν καθιερωθεί με "η", γραφόταν με "υ": "σβύνω". [Καρζής, σ. 194] 2. spezielle Formen:...
  • ΣΒΥΝΩ...σβύνω s. σβήνω ...
  • ΣΕ (Ι) [Präposition] ...σε (Ι) [Präposition] 1. σε + Zeitangabe ° Zeitangabe + darauf / später // nach + Zeitangabe: • Σε πέντε λεπτά ξαναχτύπησε το τηλέφωνο....
  • ΣΕ (ΙΙ) [Pronomen]...σε (ΙΙ) [Pronomen] BS für die Verwendung von "σε" anstelle von "σένα": • Άλλον από σε να κουβεντιάσω δεν έχω. ° Jemand Αnderen als dich habe ich nicht,...
  • ΣΕΑ, τα...σέα, τα τα σέα και τα μέα: • μ’ όλα της τα σέα και τα μέα ° [ein Motorrad / μια μηχανή] mit allem Drum und Dran [GF+DF aus: Γ. Ρίτσος:...
  • ΣΕΒΑΧ, ο...Σεβάχ ο ο Σεβάχ ο Θαλασσινός ° Sindbad, der Seefahrer [zur Etymologie s. Νατσ., σ. 546] ...
  • ΣΕΙΡΑ, η...σειρά, η 1. με τη σειρά μου (σου, ...) ° meinerseits (deinerseits, …) / wiederum [etc.]: • Κι εκείνος θα πρέπει, με τη σειρά του,...
Nachher:
  • ΣΕΡΝΟΜΑΙ...σέρνομαι s. unter σέρνω (Z 3) ...
  • ΣΕΡΝΩ...σέρνω 1. Grundbedeutung: ziehen [etc.]: • έσερνε λίγο το πόδι της,...
  • ΣΕΣΟΥΛΑ, η...σέσουλα, η με τη σέσουλα: μτφ. φρ. επί χρημ. εις μεγάλην ποσότητα [ΛΔΤΚ] π.χ.:...
  • ΣΗΚΟΥΑΝΑΣ, ο...Σηκουάνας, ο = die Seine [Fluss in Frankreich] ...
  • ΣΗΚΩΝΩ...σηκώνω 1. Bedeutung [u.a.]: dulden / gestatten: • για μια υπόθεση που δεν σήκωνε ανα­βολή wegen einer Angelegenheit,...
  • ΣΗΚΩΤΟΣ, -ή, -ό...σηκωτός, -ή, -ό πάω (φέρνω / βγάζω έξω [κτλ.]) κάποιον σηκωτό: τον μεταφέρω βίαια σηκώνοντάς τον, ώστε να μην πατάει στο έδαφος [ΛΔΗ] [bzw.] τον πήραν σηκωτό:...
  • ΣΗΜΑ, το...σήμα, το 1. το σήμα κινδύνου: • Η κατάσταση όμως γινόταν σοβαρή, τα νερά κατέκλυζαν πολλούς χώρους του πλοίου. Ο Σμιθ έδωσε εντολή στον ασυρματιστή:...
  • ΣΗΜΑΔΕΥΩ...chließlich hatte solch ein Schatten einen beachtlichen Teil ihrer [= Julias] nächtlichen Weltabgeschiedenheit gestreift und seine Spuren hinterlassen [GF+DF aus:...
  • ΣΗΜΑΔΙ, το...σημάδι, το 1) das Zeichen 2) die Markierung:...