σημαδεύω
• αφού μια τέτοια σκιά άγγιξε και σημάδεψε μια σεβαστή έκταση του νυχτερινού της απόκοσμου ° schließlich hatte solch ein Schatten einen beachtlichen Teil ihrer [= Julias] nächtlichen Weltabgeschiedenheit gestreift und seine Spuren hinterlassen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΕΒΑΧ, ο...Σεβάχ ο ο Σεβάχ ο Θαλασσινός ° Sindbad, der Seefahrer [zur Etymologie s. Νατσ., σ. 546] ...
- ΣΕΙΡΑ, η...σειρά, η 1. με τη σειρά μου (σου, ...) ° meinerseits (deinerseits, …) / wiederum [etc.]: • Κι εκείνος θα πρέπει, με τη σειρά του,...
- ΣΕΡΒΙΡΩ...σερβίρω zur Konjugation: - Stamm II = Stamm I (= να σερβίρω) - Aorist: σερβίρισα - Paratatikos: σέρβιρα + σερβίριζα - παρακείμενος: έχω σερβίρει [vgl....
- ΣΕΡΝΟΜΑΙ...σέρνομαι s. unter σέρνω (Z 3) ...
- ΣΕΡΝΩ...σέρνω 1. Grundbedeutung: ziehen [etc.]: • έσερνε λίγο το πόδι της,...
- ΣΕΣΟΥΛΑ, η...σέσουλα, η με τη σέσουλα: μτφ. φρ. επί χρημ. εις μεγάλην ποσότητα [ΛΔΤΚ] π.χ.:...
- ΣΗΚΟΥΑΝΑΣ, ο...Σηκουάνας, ο = die Seine [Fluss in Frankreich] ...
- ΣΗΚΩΝΩ...σηκώνω 1. Bedeutung [u.a.]: dulden / gestatten: • για μια υπόθεση που δεν σήκωνε αναβολή wegen einer Angelegenheit,...
- ΣΗΚΩΤΟΣ, -ή, -ό...σηκωτός, -ή, -ό πάω (φέρνω / βγάζω έξω [κτλ.]) κάποιον σηκωτό: τον μεταφέρω βίαια σηκώνοντάς τον, ώστε να μην πατάει στο έδαφος [ΛΔΗ] [bzw.] τον πήραν σηκωτό:...
- ΣΗΜΑ, το...σήμα, το 1. το σήμα κινδύνου: • Η κατάσταση όμως γινόταν σοβαρή, τα νερά κατέκλυζαν πολλούς χώρους του πλοίου. Ο Σμιθ έδωσε εντολή στον ασυρματιστή:...
Nachher:
- ΣΗΜΑΔΙ, το...σημάδι, το 1) das Zeichen 2) die Markierung:...
- ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...σημαδιακός, -ή, -ό • εκτός κι αν είχαν συμπέσει με κάτι σημαντικό ή σημαδιακό es sei denn,...
- ΣΗΜΑΣΙΑ, η...σημασία, η • Έσκασα αρκετά μέτρα πιο πέρα, σε μαλακό χώμα, [...]. Έσκασα, με όλη τη σημασία της λέξης, με το πρόσωπο λοξά και δεξιά....
- ΣΗΜΕΙΟ, το...σημείο, το 1. το σημείο αναφοράς:...
- ΣΗΜΕΙΩΝΩ...σημειώνω 1) notieren / vermerken: • ο Πέτρος σημειώνει στο ημερολόγιό του [...] ° Petros notiert (vermerkt) in seinem Tagebuch [...] • σημειώνετε ό,...
- ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ...σημειωτέον • Τον οποίο, σημειωτέον, δυo φορές είχε δει όλο κι όλο – [...]. ° Dem er [sc.: der Mann, dem er], wohl bemerkt,...
- ΣΗΜΕΙΩΤΟΝ, το...σημειωτόν, το με το σημειωτόν / με βήμα σημειωτόν: • Με τη βροχή που ρίχνει, θέλω μια ώρα για να φτάσω με το σημειωτόν στο γραφείο....
- ΣΗΡΑΓΓΑ, η...σήραγγα, η (Pl.: οι σήραγγες / Gen.: των σηράγγων) = der Tunnel [vgl....
- ΣΙΓΑ...σιγά 1. Grundbedeutung: leise [Anm.: unrichtig oft auch verwendet in der Bedeutung "langsam"] 2.1. σιγά μην …: - das fehlt noch, dass … [Eideneier, Bd. 3, S....