σηκωτός, -ή, -ό
πάω (φέρνω / βγάζω έξω [κτλ.]) κάποιον σηκωτό:
τον μεταφέρω βίαια σηκώνοντάς τον, ώστε να μην πατάει στο έδαφος [ΛΔΗ]
[bzw.]
τον πήραν σηκωτό:
a) τον μετέφεραν ακούσια ή με τη βία // b) [για τραυματία, άρρωστο] ήταν ανίκανος να μετακινηθεί μόνος του και τον κουβάλησαν άλλοι [ΛΓΙΟ]
π.χ.:
• Την πήγανε σηκωτή στο αεροδρόμιο και την διώξανε με το επόμενο αεροπλάνο. [ΛΔΗ]
• Τελικά τον βγάλανε έξω σηκωτό. [ΛΔΗ]
weitere BSe:
• Αυτός σίγουρα θα τη στείλει πίσω στην πατρίδα της, σηκωτή θα την πάει στο αεροπλάνο. |
Er schickt sie bestimmt zurück in ihre Heimat, würde sie zur Not [sc.: wenn sie nicht freiwillig geht] sogar zum Flugzeug tragen. [GF+DF aus: Βαμμ.] |
• Θα πρέπει να με βγάλετε έξω σηκωτό. |
Ihr werdet mich [männl.] [aus diesem Zimmer] (hinaus)tragen müssen. [denn freiwillig verlasse ich es nicht] [Eigenübersetzung] |
• είδα να περνάνε σηκωτά δυο Φραντσέζους με σαγίτες στη ράχη [Anm.: σηκωτά – hier also die adverbiale Form] |
ich sah, wie sie zwei [tote] Franzosen [sc. französische Soldaten] mit Pfeilen im Rücken vorbeischleppten [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• εξαιτίας του άρρωστου που σχεδόν τόνε τραβάνε σηκωτά [Anm.: σηκωτά – hier also die adverbiale Form] |
wegen des Kranken [unter den Gefangenen], den sie aufrecht dahinschleifen [wörtl.: den sie fast stehend/aufrecht ziehen] [sc. zwei Polizisten, die ihn unter den Armen halten und ihn so aufrecht vorwärtsziehen, während seine Füße am Boden schleifen] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
"Το έσκασα και ήρθα να σε βρω / κι από τη βάση μ’ έχασαν / μα στρατονόμοι μ’ έπιασαν / και μ’ έφεραν στο λόχο σηκωτό." [Γιώργος Βρούβας: τραγούδι "Σε στριμώξαν, έρωτά μου"] |
--- |
Weitere Wörter:
- ΣΕ (ΙΙ) [Pronomen]...σε (ΙΙ) [Pronomen] BS für die Verwendung von "σε" anstelle von "σένα": • Άλλον από σε να κουβεντιάσω δεν έχω. ° Jemand Αnderen als dich habe ich nicht,...
- ΣΕΑ, τα...σέα, τα τα σέα και τα μέα: • μ’ όλα της τα σέα και τα μέα ° [ein Motorrad / μια μηχανή] mit allem Drum und Dran [GF+DF aus: Γ. Ρίτσος:...
- ΣΕΒΑΧ, ο...Σεβάχ ο ο Σεβάχ ο Θαλασσινός ° Sindbad, der Seefahrer [zur Etymologie s. Νατσ., σ. 546] ...
- ΣΕΙΡΑ, η...σειρά, η 1. με τη σειρά μου (σου, ...) ° meinerseits (deinerseits, …) / wiederum [etc.]: • Κι εκείνος θα πρέπει, με τη σειρά του,...
- ΣΕΡΒΙΡΩ...σερβίρω zur Konjugation: - Stamm II = Stamm I (= να σερβίρω) - Aorist: σερβίρισα - Paratatikos: σέρβιρα + σερβίριζα - παρακείμενος: έχω σερβίρει [vgl....
- ΣΕΡΝΟΜΑΙ...σέρνομαι s. unter σέρνω (Z 3) ...
- ΣΕΡΝΩ...σέρνω 1. Grundbedeutung: ziehen [etc.]: • έσερνε λίγο το πόδι της,...
- ΣΕΣΟΥΛΑ, η...σέσουλα, η με τη σέσουλα: μτφ. φρ. επί χρημ. εις μεγάλην ποσότητα [ΛΔΤΚ] π.χ.:...
- ΣΗΚΟΥΑΝΑΣ, ο...Σηκουάνας, ο = die Seine [Fluss in Frankreich] ...
- ΣΗΚΩΝΩ...σηκώνω 1. Bedeutung [u.a.]: dulden / gestatten: • για μια υπόθεση που δεν σήκωνε αναβολή wegen einer Angelegenheit,...
- ΣΗΜΑ, το...σήμα, το 1. το σήμα κινδύνου: • Η κατάσταση όμως γινόταν σοβαρή, τα νερά κατέκλυζαν πολλούς χώρους του πλοίου. Ο Σμιθ έδωσε εντολή στον ασυρματιστή:...
- ΣΗΜΑΔΕΥΩ...chließlich hatte solch ein Schatten einen beachtlichen Teil ihrer [= Julias] nächtlichen Weltabgeschiedenheit gestreift und seine Spuren hinterlassen [GF+DF aus:...
- ΣΗΜΑΔΙ, το...σημάδι, το 1) das Zeichen 2) die Markierung:...
- ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...σημαδιακός, -ή, -ό • εκτός κι αν είχαν συμπέσει με κάτι σημαντικό ή σημαδιακό es sei denn,...
- ΣΗΜΑΣΙΑ, η...σημασία, η • Έσκασα αρκετά μέτρα πιο πέρα, σε μαλακό χώμα, [...]. Έσκασα, με όλη τη σημασία της λέξης, με το πρόσωπο λοξά και δεξιά....
- ΣΗΜΕΙΟ, το...σημείο, το 1. το σημείο αναφοράς:...
- ΣΗΜΕΙΩΝΩ...σημειώνω 1) notieren / vermerken: • ο Πέτρος σημειώνει στο ημερολόγιό του [...] ° Petros notiert (vermerkt) in seinem Tagebuch [...] • σημειώνετε ό,...
- ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ...σημειωτέον • Τον οποίο, σημειωτέον, δυo φορές είχε δει όλο κι όλο – [...]. ° Dem er [sc.: der Mann, dem er], wohl bemerkt,...
- ΣΗΜΕΙΩΤΟΝ, το...σημειωτόν, το με το σημειωτόν / με βήμα σημειωτόν: • Με τη βροχή που ρίχνει, θέλω μια ώρα για να φτάσω με το σημειωτόν στο γραφείο....