σημειώνω
1) notieren / vermerken:
• ο Πέτρος σημειώνει στο ημερολόγιό του [...] ° Petros notiert (vermerkt) in seinem Tagebuch [...]
• σημειώνετε ό,τι λέξεις δεν καταλαβαίνετε ° notiert (all) die Wörter, die ihr nicht versteht [Aufforderung des Lehrers an seine Schülerinnen]
2) hinweisen (auf) / festhalten [iS von: erwähnen] [etc.]:
• Πρέπει να σημειώσουμε ότι […] |
Wir müssen darauf hinweisen [iS von: (hier im Text) erwähnen], dass […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• πρέπει να σημειωθεί ότι [...] |
[es] ist darauf hinzuweisen, dass […] [GF+DF aus einer EU-Publikation] |
• Τώρα είχε παραδώσει τα όπλα κάτω από τις δεδομένες συνθήκες – και, πρέπει να σημειωθεί, οι συνθήκες αυτές δεν ήταν οι χειρότερες. |
Nun hatte sie [im Konflikt mit ihrem Ehemann] vor den Verhältnissen kapituliert, und man musste ja sagen, es waren nicht die schlechtesten Verhältnisse. [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
• Αξίζει ακόμα να σημειώσουμε ότι [...] |
Es lohnt sich auch festzuhalten [iS von: zu erwähnen], dass […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Επιπροσθέτως, αξίζει να σημειωθεί ότι […] |
Darüber hinaus ist die Tatsache bemerkenswert, dass […] [bzw.] In addition, it is worth noting that […] [GF, DF + EF aus einer Publikation der EU] |
3) σημειώνομαι ° sich ereignen / kommen zu / zu verzeichnen sein [etc.]:
• Το ατύχημα σημειώθηκε λίγα λεπτά μετά τις δύο χθες το μεσημέρι. |
Der [Verkehrs-] Unfall ereignete sich gestern Mittag wenige Minuten nach zwei Uhr. |
• Επεισόδια σημειώθηκαν επίσης σε πορεία στη Θεσσαλονίκη. |
Zu Ausschreitungen kam es (Ausschreitungen gab es) [außer in Athen] auch bei einem Protestmarsch in Thessaloniki. |
• η πρόοδος που έχει σημειωθεί ως προς την εφαρμογή των μέτρων και την επίτευξη των στόχων |
der Fortschritt, der hinsichtlich der Anwendung der Maßnahmen und der Erreichung der Ziele erzielt (verzeichnet) wurde |
4) σημειώστε ° beachten Sie:
• Σημειώστε ότι αυτή η επιλογή είναι διαθέσιμη μόνο για έγγραφα PDF με κωδικοποίηση 128-bit ή υψηλότερη. |
Beachten Sie, dass diese Option [für die Sicherheitseinstellungen eines PDF-Dokuments] nur für PDF-Dokumente mit einer 128-Bit-Verschlüsselung oder höher verfügbar ist. [DF+GF aus dem Benutzerhandbuch für Abbyy FineReader] |
• [...] γεννιέται το μοναδικό παιδί του ζεύγους Σάμσα, η Γκρέτε, το ξημέρωμα της 3ης Ιουλίου 1956. (Σημειώστε εδώ ότι στις 3 Ιουλίου του 1883 γεννήθηκε ο Φραντς Κάφκα. [...]) |
[...] wird das einzige Kind des Ehepaars Samsa, Grete, geboren, und zwar bei Tagesanbruch des 3. Juli 1956. (Beachten Sie, dass Franz Kafka am 3. Juli 1883 geboren wurde. [...]) [Text eines (fiktiven) Zeitungsartikels] [GF+DF aus: Όσες φορές] |
Weitere Wörter:
- ΣΕΣΟΥΛΑ, η...σέσουλα, η με τη σέσουλα: μτφ. φρ. επί χρημ. εις μεγάλην ποσότητα [ΛΔΤΚ] π.χ.:...
- ΣΗΚΟΥΑΝΑΣ, ο...Σηκουάνας, ο = die Seine [Fluss in Frankreich] ...
- ΣΗΚΩΝΩ...σηκώνω 1. Bedeutung [u.a.]: dulden / gestatten: • για μια υπόθεση που δεν σήκωνε αναβολή wegen einer Angelegenheit,...
- ΣΗΚΩΤΟΣ, -ή, -ό...σηκωτός, -ή, -ό πάω (φέρνω / βγάζω έξω [κτλ.]) κάποιον σηκωτό: τον μεταφέρω βίαια σηκώνοντάς τον, ώστε να μην πατάει στο έδαφος [ΛΔΗ] [bzw.] τον πήραν σηκωτό:...
- ΣΗΜΑ, το...σήμα, το 1. το σήμα κινδύνου: • Η κατάσταση όμως γινόταν σοβαρή, τα νερά κατέκλυζαν πολλούς χώρους του πλοίου. Ο Σμιθ έδωσε εντολή στον ασυρματιστή:...
- ΣΗΜΑΔΕΥΩ...chließlich hatte solch ein Schatten einen beachtlichen Teil ihrer [= Julias] nächtlichen Weltabgeschiedenheit gestreift und seine Spuren hinterlassen [GF+DF aus:...
- ΣΗΜΑΔΙ, το...σημάδι, το 1) das Zeichen 2) die Markierung:...
- ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...σημαδιακός, -ή, -ό • εκτός κι αν είχαν συμπέσει με κάτι σημαντικό ή σημαδιακό es sei denn,...
- ΣΗΜΑΣΙΑ, η...σημασία, η • Έσκασα αρκετά μέτρα πιο πέρα, σε μαλακό χώμα, [...]. Έσκασα, με όλη τη σημασία της λέξης, με το πρόσωπο λοξά και δεξιά....
- ΣΗΜΕΙΟ, το...σημείο, το 1. το σημείο αναφοράς:...
- ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ...σημειωτέον • Τον οποίο, σημειωτέον, δυo φορές είχε δει όλο κι όλο – [...]. ° Dem er [sc.: der Mann, dem er], wohl bemerkt,...
- ΣΗΜΕΙΩΤΟΝ, το...σημειωτόν, το με το σημειωτόν / με βήμα σημειωτόν: • Με τη βροχή που ρίχνει, θέλω μια ώρα για να φτάσω με το σημειωτόν στο γραφείο....
- ΣΗΡΑΓΓΑ, η...σήραγγα, η (Pl.: οι σήραγγες / Gen.: των σηράγγων) = der Tunnel [vgl....
- ΣΙΓΑ...σιγά 1. Grundbedeutung: leise [Anm.: unrichtig oft auch verwendet in der Bedeutung "langsam"] 2.1. σιγά μην …: - das fehlt noch, dass … [Eideneier, Bd. 3, S....
- ΣΙΓΟΥΡΑ...σίγουρα Zum Verhältnis des Ausdrucks "σίγουρα" einerseits zu den Ausdrücken "βέβαια / βεβαίως" und "ασφαλώς" andererseits vgl. Μάνεσης, S. 63:...
- ΣΙΔΕΡΑ, τα...σίδερα, τα 1. als Ausdruck zur Umschreibung von "Gefängnis" bzw. "[Gefängnis-]Gitter": • Αν τα δικαστήρια δεν τους κλειδώνουν [sc....
- ΣΙΩΠΗ, η...σιωπή,...
- ΣΚΑΖΩ...σκάζω [bzw.] σκάω 1. Grundbedeutungen: - platzen - explodieren 2. το σκά(ζ)ω: • Ο Ντίνο το έσκασε. ° Dino [Saurier-Haustier] ist weggelaufen. [Untertitel] [bzw....
- ΣΚΑΛΩΜΑΡΙΑ, η...σκαλωμαρία, η [bzw. auch: η σκαλομαρία] = das Mitfahren mit einer Straßenbahn am Trittbrett bzw. auf der Kupplung,...