σίδερα, τα
1. als Ausdruck zur Umschreibung von "Gefängnis" bzw. "[Gefängnis-]Gitter":
• Αν τα δικαστήρια δεν τους κλειδώνουν [sc. die randalierenden und attackierenden Londoner Jugendlichen] πίσω από τα σίδερα, τότε κάτι πρέπει να κάνουμε μόνοι μας [sc. Selbstverteidigung der Londoner Bürger].
• είσαι για τα σίδερα ° du gehörst hinter Gitter [sc. eingesperrt] [wegen deiner Verrücktheit bzw. deiner umstürzlerischen Art] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
2. τρώω τα σίδερα ° ~sich mit aller Kraft um etwas bemühen / ~sich mit aller Kraft für etwas einsetzen – z.B.:
• ο πρόεδρος μάς έλεγε τις προάλλες πως θα φάει τα σίδερα να σου βρει καμιά θεσούλα [gemeint ist mit θεσούλα ein attraktiver Job, ein guter Posten]
[Γ. Γρηγοριάδου-Σουρέλη: Παιχνίδι χωρίς κανόνες, S. 41]
Weitere Wörter:
- ΣΗΜΑΔΙ, το...σημάδι, το 1) das Zeichen 2) die Markierung:...
- ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...σημαδιακός, -ή, -ό • εκτός κι αν είχαν συμπέσει με κάτι σημαντικό ή σημαδιακό es sei denn,...
- ΣΗΜΑΣΙΑ, η...σημασία, η • Έσκασα αρκετά μέτρα πιο πέρα, σε μαλακό χώμα, [...]. Έσκασα, με όλη τη σημασία της λέξης, με το πρόσωπο λοξά και δεξιά....
- ΣΗΜΕΙΟ, το...σημείο, το 1. το σημείο αναφοράς:...
- ΣΗΜΕΙΩΝΩ...σημειώνω 1) notieren / vermerken: • ο Πέτρος σημειώνει στο ημερολόγιό του [...] ° Petros notiert (vermerkt) in seinem Tagebuch [...] • σημειώνετε ό,...
- ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ...σημειωτέον • Τον οποίο, σημειωτέον, δυo φορές είχε δει όλο κι όλο – [...]. ° Dem er [sc.: der Mann, dem er], wohl bemerkt,...
- ΣΗΜΕΙΩΤΟΝ, το...σημειωτόν, το με το σημειωτόν / με βήμα σημειωτόν: • Με τη βροχή που ρίχνει, θέλω μια ώρα για να φτάσω με το σημειωτόν στο γραφείο....
- ΣΗΡΑΓΓΑ, η...σήραγγα, η (Pl.: οι σήραγγες / Gen.: των σηράγγων) = der Tunnel [vgl....
- ΣΙΓΑ...σιγά 1. Grundbedeutung: leise [Anm.: unrichtig oft auch verwendet in der Bedeutung "langsam"] 2.1. σιγά μην …: - das fehlt noch, dass … [Eideneier, Bd. 3, S....
- ΣΙΓΟΥΡΑ...σίγουρα Zum Verhältnis des Ausdrucks "σίγουρα" einerseits zu den Ausdrücken "βέβαια / βεβαίως" und "ασφαλώς" andererseits vgl. Μάνεσης, S. 63:...
- ΣΙΩΠΗ, η...σιωπή,...
- ΣΚΑΖΩ...σκάζω [bzw.] σκάω 1. Grundbedeutungen: - platzen - explodieren 2. το σκά(ζ)ω: • Ο Ντίνο το έσκασε. ° Dino [Saurier-Haustier] ist weggelaufen. [Untertitel] [bzw....
- ΣΚΑΛΩΜΑΡΙΑ, η...σκαλωμαρία, η [bzw. auch: η σκαλομαρία] = das Mitfahren mit einer Straßenbahn am Trittbrett bzw. auf der Kupplung,...
- ΣΚΑΜΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σκαμμένος, -η, -ο • [...] με γκρίζα μαλλιά, με σκαμμένα πρόσωπα, γερασμένα ° […] [Menschen] mit grauen Haaren und zerfurchten,...
- ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΩ [bzw.] ΣΚΑΝΤΑΛΙΖΩ...σκανδαλίζω [bzw.] σκανταλίζω [Anm.: "σκανταλίζω" lt. ΛΜΠ volkstümlich,...
- ΣΚΑΝΤΖΑΡΩ...σκαντζάρω αλλάζω βάρδια, σκοπιά με κάποιον άλλο [ΛΚΝ] // βεν. scansar: αλλάζω (φρουρούς ή πόδες πανιών ) [Quelle:...
- ΣΚΑΠΟΥΛΑΡΩ...σκαπουλάρω • Στην αρχή έλεγαν πως αποκλείεται να τη σκαπουλάρει. ° Anfangs meinten sie [im Spital],...
- ΣΚΑΣΙΛΑ, η...σκασίλα, η σκασίλα μου: • εξάλλου, ακόμα και να κάνω λάθος, ακόμα κι αν προσποιούνται, σκασίλα μου: είναι πολύ καλοί ηθοποιοί ° and if I've got it all wrong,...
- ΣΚΑΩ...σκάω s. σκάζω ...