συμφέρων, -ουσα, -ον


= günstig, vorteilhaft, lohnend:

• Aγόρασε το ακίνητο σε συμφέρουσα τιμή.  °  Er kaufte das Grundstück zu einem günstigen Preis.

• Όχι μόνο θα πληρώσετε λιγότερο, αλλά και με συμφέροντες όρους.  °  Sie werden [bei uns] nicht nur weniger bezahlen, sondern auch mit (unter) günstigen (vorteil­haf­ten) [Zahlungs-]Bedingungen.


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΥΜΒΑΙΝΩ...συμβαίνω s. συμβαίνει ...
  • ΣΥΜΒΑΝ, το...συμβάν, το (Gen.: του συμβάντος / Akk.: το συμβάν // Pl.: τα συμβάντα / Gen.: των συμβάντων) = die Begebenheit, das Vorkommnis, das Ereignis [Anm.:...
  • ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...συμβατικός, -ή, -ό = konventionell ...
  • ΣΥΜΠΑΓΗΣ, -ής, -ές...συμπαγής, -ής, -ές • οι συμπαγείς χριστιανικοί πληθυσμοί ° die geschlossenen christlichen Bevölkerungs­gruppen [im Osmanischen Reich am Beginn des 20....
  • ΣΥΜΠΑΘΩ...συμπαθώ (-είς und -άς) 1. Grundbedeutung: mögen, sympathisch finden [etc.] 2. συμπάθα με / (να) με συμπαθάς: • Αφήκε το ψωμί και τις ελιές. "Δεν πεινώ", είπε,...
  • ΣΥΜΠΑΝ, το...σύμπαν, το (Gen.: του σύμπαντος) = das Weltall, das Universum [Anm.: τo σύμπαν ist zu unterscheiden von: το συμβάν !] ...
  • ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ, οι...Συμπληγάδες, οι s. dazu Νατσ., σ. 423, und Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 100 ...
  • ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΩ...συμπληρώνω • Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που [...]. ° Es sind nun vierzig Jahre seit damals, als [...]. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΣΥΜΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ, η...συμπρωτεύουσα, η η συμπρωτεύουσα της Ελλάδας = η Θεσσαλονίκη ...
  • ΣΥΜΦΕΡΟΝ, το...συμφέρον, το έχω συμφέρον ° περιμένω κάποιο όφελος από κάποιον ή από κάτι [ΛΚΝ] – π.χ.:...
Nachher:
  • ΣΥΜΦΟΡΑ, η...συμφορά, η • H ιστορία της Ευρώπης: μια σειρά από τρόμους, πόλεμους και συμφορές που επανα­λαμβάνονται διαρκώς υπό νέες μορφές. ° Europas Geschichte:...
  • ΣΥΜΦΩΝΙΑ, η...συμφωνία, η 1) das Übereinkommen / die Vereinbarung / der Vertrag / das Abkommen [Anm.: synonym:...
  • ΣΥΜΦΩΝΟ, το...σύμφωνο, το 1) der Pakt / der Vertrag / das Abkommen [Anm.: synonym: η συμφωνία // η συνθήκη ] 2) der Konsonant / der Mitlaut ...
  • ΣΥΜΦΩΝΩ...συμφωνώ (-είς) • Συμφωνώ απολύτως. ° Das sehe ich ganz genauso.* / Ich stimme [dieser Ansicht] völlig zu. [GF + DF (*) aus:...
  • ΣΥΝ...συν 1. συν Θεώ ° με τη βοήθεια του Θεού, Θεού θέλοντος [Κουτρούλης] – π.χ.: • Εφέτος, συν Θεώ, θα πάμε διακοπές στο εξωτερικό. [Κουτρούλης] 2....
  • ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, το...συναίσθημα, το το συναίσθημα είναι κάτι που νιώθουμε [στην ψυχή μας], όπως αγάπη, φόβο ή θυμό (= αίσθημα) (λ.χ.: Η ζήλια είναι αφόρητο συναίσθημα....
  • ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...συναισθηματικός, -ή,...
  • ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ, η...συναίσθηση, η • είχε πλήρη συναίσθηση όλων αυτών που της έκανα ° ihr [sc. der Fiebernden] war alles, was ich mit ihr machte [zudecken,...
  • ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ, η...συναλλαγματική, η = der Wechsel [Pons online, Langenscheidt online] Zum Wesen der συναλλαγματική und zum Unterschied zwischen συναλλαγματική und γραμμάτιο s....