συν
1. συν Θεώ ° με τη βοήθεια του Θεού, Θεού θέλοντος [Κουτρούλης] – π.χ.:
• Εφέτος, συν Θεώ, θα πάμε διακοπές στο εξωτερικό. [Κουτρούλης]
2. συν τοις άλλοις ° μαζί με όλα τ’ άλλα, σε όλα τα άλλα πρόσθεσε ότι [Κουτρούλης] – π.χ.:
• Συν τοις άλλοις, είναι και κακός μαθητής. [Κουτρούλης]
3. συν τω χρόνω ° με την πάροδο του χρόνου [Κουτρούλης] – π.χ.:
• Συν τω χρόνω, θα γνωρίσεις καλύτερα τους νέους συναδέλφους σου. [Κουτρούλης]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΥΜΠΑΝ, το...σύμπαν, το (Gen.: του σύμπαντος) = das Weltall, das Universum [Anm.: τo σύμπαν ist zu unterscheiden von: το συμβάν !] ...
- ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ, οι...Συμπληγάδες, οι s. dazu Νατσ., σ. 423, und Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 100 ...
- ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΩ...συμπληρώνω • Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που [...]. ° Es sind nun vierzig Jahre seit damals, als [...]. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΣΥΜΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ, η...συμπρωτεύουσα, η η συμπρωτεύουσα της Ελλάδας = η Θεσσαλονίκη ...
- ΣΥΜΦΕΡΟΝ, το...συμφέρον, το έχω συμφέρον ° περιμένω κάποιο όφελος από κάποιον ή από κάτι [ΛΚΝ] – π.χ.:...
- ΣΥΜΦΕΡΩΝ, -ουσα, -ον...συμφέρων, -ουσα, -ον = günstig, vorteilhaft, lohnend: • Aγόρασε το ακίνητο σε συμφέρουσα τιμή. ° Er kaufte das Grundstück zu einem günstigen Preis....
- ΣΥΜΦΟΡΑ, η...συμφορά, η • H ιστορία της Ευρώπης: μια σειρά από τρόμους, πόλεμους και συμφορές που επαναλαμβάνονται διαρκώς υπό νέες μορφές. ° Europas Geschichte:...
- ΣΥΜΦΩΝΙΑ, η...συμφωνία, η 1) das Übereinkommen / die Vereinbarung / der Vertrag / das Abkommen [Anm.: synonym:...
- ΣΥΜΦΩΝΟ, το...σύμφωνο, το 1) der Pakt / der Vertrag / das Abkommen [Anm.: synonym: η συμφωνία // η συνθήκη ] 2) der Konsonant / der Mitlaut ...
- ΣΥΜΦΩΝΩ...συμφωνώ (-είς) • Συμφωνώ απολύτως. ° Das sehe ich ganz genauso.* / Ich stimme [dieser Ansicht] völlig zu. [GF + DF (*) aus:...
Nachher:
- ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, το...συναίσθημα, το το συναίσθημα είναι κάτι που νιώθουμε [στην ψυχή μας], όπως αγάπη, φόβο ή θυμό (= αίσθημα) (λ.χ.: Η ζήλια είναι αφόρητο συναίσθημα....
- ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...συναισθηματικός, -ή,...
- ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ, η...συναίσθηση, η • είχε πλήρη συναίσθηση όλων αυτών που της έκανα ° ihr [sc. der Fiebernden] war alles, was ich mit ihr machte [zudecken,...
- ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ, η...συναλλαγματική, η = der Wechsel [Pons online, Langenscheidt online] Zum Wesen der συναλλαγματική und zum Unterschied zwischen συναλλαγματική und γραμμάτιο s....
- ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ, η...συνδιάσκεψη, η = die Konferenz: • η συνδιάσκεψη κορυφής ° die Gipfelkonferenz [Anm.: auch: η διάσκεψη κορυφής] • η συνδιάσκεψη ειρήνης ° die Friedenskonferenz s....
- ΣΥΝΔΡΑΜΩ ...συνδράμω (θα, να, όταν, ας, ...) Es handelt sich – neben (θα, να, …) συντρέξω – um eine der beiden Formen mit Stamm II (Aoriststamm) des Wortes συντρέχω....
- ΣΥΝΕΔΡΙΑ, η...συνεδρία, η = die Sitzung [zB. bei einem Psychoanalytiker]: • η ψυχαναλυτική συνεδρία ° die psychoanalytische Sitzung [sc....
- ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ, η...συνεδρίαση, η = die Sitzung / die Tagung: • Θα ήθελα να σας καλωσορίσω θερμά στη σημερινή μας συνεδρίαση....
- ΣΥΝΕΔΡΙΟ, το...συνέδριο, το = der Kongress, die Konferenz: • το συνέδριο ° der Kongress [zB....