συνδιάσκεψη, η
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΥΜΦΕΡΩΝ, -ουσα, -ον...συμφέρων, -ουσα, -ον = günstig, vorteilhaft, lohnend: • Aγόρασε το ακίνητο σε συμφέρουσα τιμή. ° Er kaufte das Grundstück zu einem günstigen Preis....
- ΣΥΜΦΟΡΑ, η...συμφορά, η • H ιστορία της Ευρώπης: μια σειρά από τρόμους, πόλεμους και συμφορές που επαναλαμβάνονται διαρκώς υπό νέες μορφές. ° Europas Geschichte:...
- ΣΥΜΦΩΝΙΑ, η...συμφωνία, η 1) das Übereinkommen / die Vereinbarung / der Vertrag / das Abkommen [Anm.: synonym:...
- ΣΥΜΦΩΝΟ, το...σύμφωνο, το 1) der Pakt / der Vertrag / das Abkommen [Anm.: synonym: η συμφωνία // η συνθήκη ] 2) der Konsonant / der Mitlaut ...
- ΣΥΜΦΩΝΩ...συμφωνώ (-είς) • Συμφωνώ απολύτως. ° Das sehe ich ganz genauso.* / Ich stimme [dieser Ansicht] völlig zu. [GF + DF (*) aus:...
- ΣΥΝ...συν 1. συν Θεώ ° με τη βοήθεια του Θεού, Θεού θέλοντος [Κουτρούλης] – π.χ.: • Εφέτος, συν Θεώ, θα πάμε διακοπές στο εξωτερικό. [Κουτρούλης] 2....
- ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, το...συναίσθημα, το το συναίσθημα είναι κάτι που νιώθουμε [στην ψυχή μας], όπως αγάπη, φόβο ή θυμό (= αίσθημα) (λ.χ.: Η ζήλια είναι αφόρητο συναίσθημα....
- ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...συναισθηματικός, -ή,...
- ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ, η...συναίσθηση, η • είχε πλήρη συναίσθηση όλων αυτών που της έκανα ° ihr [sc. der Fiebernden] war alles, was ich mit ihr machte [zudecken,...
- ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ, η...συναλλαγματική, η = der Wechsel [Pons online, Langenscheidt online] Zum Wesen der συναλλαγματική und zum Unterschied zwischen συναλλαγματική und γραμμάτιο s....
Nachher:
- ΣΥΝΔΡΑΜΩ ...συνδράμω (θα, να, όταν, ας, ...) Es handelt sich – neben (θα, να, …) συντρέξω – um eine der beiden Formen mit Stamm II (Aoriststamm) des Wortes συντρέχω....
- ΣΥΝΕΔΡΙΑ, η...συνεδρία, η = die Sitzung [zB. bei einem Psychoanalytiker]: • η ψυχαναλυτική συνεδρία ° die psychoanalytische Sitzung [sc....
- ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ, η...συνεδρίαση, η = die Sitzung / die Tagung: • Θα ήθελα να σας καλωσορίσω θερμά στη σημερινή μας συνεδρίαση....
- ΣΥΝΕΔΡΙΟ, το...συνέδριο, το = der Kongress, die Konferenz: • το συνέδριο ° der Kongress [zB....
- ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ, η...συνέλευση, η = die Versammlung: • Kαλούνται σε συνέλευση οι ένοικοι της πολυκατοικίας....
- ΣΥΝΕΝΝΟΟΥΜΑΙ...συνεννοούμαι 1) sich verständigen [iS von: kommunizieren] 2) sich einigen ...
- ΣΥΝΕΠΗΣ, -ής, -ές...συνεπής, -ής, -ές • Θα τα κατάφερνα να φανώ συνεπής σ' αυτό το ραντεβού; ° Würde ich die[se] Verabredung einhalten können?...
- ΣΥΝΕΡΧΟΜΑΙ...ς να μη συνέλθω ποτέ εντελώς από αυτή την υπερβολική κούραση und ich werde mich von diesen [früheren] Arbeitsexzessen [vielleicht] nie ganz erholen [DF+GF aus:...
- ΣΥΝΕΧΕΙΑ, η...συνέχεια, η 1. Grundbedeutung: die Fortsetzung 2. στη συνέχεια ° in der Folge, anschließend, danach 3. δίνω συνέχεια: • Και δεν έδωσε συνέχεια. ° Und weiter [sc....