συνέρχομαι
• και ίσως να μη συνέλθω ποτέ εντελώς από αυτή την υπερβολική κούραση |
und ich werde mich von diesen [früheren] Arbeitsexzessen [vielleicht] nie ganz erholen [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] |
• Άιντε, σύρε τώρα στη μάνα σου να σε καλοταΐσει να συνέρθεις. |
Also auf jetzt, zu deiner Mutter, damit sie dich wieder hochpäppelt, damit du dich erholst. [Aufforderung des Militärarztes an einen Rekruten, seinen Genesungsurlaub anzutreten] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• Όταν κάπως συνήλθα, του φώναξα: [...] |
Als ich mich [von meiner großen Verblüffung] einigermaßen gesammelt (gefasst) hatte, rief ich ihm [= dem Mann] zu: […] [Eigenübersetzung] |
• Όταν πέθανε η μάνα του, ο Μάρκος πέρασε ένα μήνα λύπης, είπε, "Σε τριάντα μέρες θα συνέλθω"· συνήλθε σε σαράντα – [...] |
Als seine Mutter starb, durchlitt Markos einen Monat der Trauer, er sagte sich, "in dreißig Tagen fasse ich mich wieder"; er tat es [GF: er fasste sich (wieder)] in vierzig – […] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο (dort ohne Anführungszeichen)] |
Weitere Wörter:
- ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ, η...συναίσθηση, η • είχε πλήρη συναίσθηση όλων αυτών που της έκανα ° ihr [sc. der Fiebernden] war alles, was ich mit ihr machte [zudecken,...
- ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ, η...συναλλαγματική, η = der Wechsel [Pons online, Langenscheidt online] Zum Wesen der συναλλαγματική und zum Unterschied zwischen συναλλαγματική und γραμμάτιο s....
- ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ, η...συνδιάσκεψη, η = die Konferenz: • η συνδιάσκεψη κορυφής ° die Gipfelkonferenz [Anm.: auch: η διάσκεψη κορυφής] • η συνδιάσκεψη ειρήνης ° die Friedenskonferenz s....
- ΣΥΝΔΡΑΜΩ ...συνδράμω (θα, να, όταν, ας, ...) Es handelt sich – neben (θα, να, …) συντρέξω – um eine der beiden Formen mit Stamm II (Aoriststamm) des Wortes συντρέχω....
- ΣΥΝΕΔΡΙΑ, η...συνεδρία, η = die Sitzung [zB. bei einem Psychoanalytiker]: • η ψυχαναλυτική συνεδρία ° die psychoanalytische Sitzung [sc....
- ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ, η...συνεδρίαση, η = die Sitzung / die Tagung: • Θα ήθελα να σας καλωσορίσω θερμά στη σημερινή μας συνεδρίαση....
- ΣΥΝΕΔΡΙΟ, το...συνέδριο, το = der Kongress, die Konferenz: • το συνέδριο ° der Kongress [zB....
- ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ, η...συνέλευση, η = die Versammlung: • Kαλούνται σε συνέλευση οι ένοικοι της πολυκατοικίας....
- ΣΥΝΕΝΝΟΟΥΜΑΙ...συνεννοούμαι 1) sich verständigen [iS von: kommunizieren] 2) sich einigen ...
- ΣΥΝΕΠΗΣ, -ής, -ές...συνεπής, -ής, -ές • Θα τα κατάφερνα να φανώ συνεπής σ' αυτό το ραντεβού; ° Würde ich die[se] Verabredung einhalten können?...
- ΣΥΝΕΧΕΙΑ, η...συνέχεια, η 1. Grundbedeutung: die Fortsetzung 2. στη συνέχεια ° in der Folge, anschließend, danach 3. δίνω συνέχεια: • Και δεν έδωσε συνέχεια. ° Und weiter [sc....
- ΣΥΝΕΧΗΣ, -ής, -ές...συνεχής, -ής, -ές zur Unterscheidung συνεχής (-ής, -ές) – συνεχόμενος (-η, -ο): Καρζής, S 233:...
- ΣΥΝΕΧΙΖΩ...συνεχίζω 1. Bedeutungen: A) [aktiv]: a) [transitiv (= συνεχίζω + Akk.)]: (etwas) fortsetzen: • Οι γιατροί συνεχίζουν την απεργία....
- ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...συνεχόμενος, -η, -ο zur Unterscheidung συνεχόμενος (-η, -ο) – συνεχής (-ής, -ές): s. unter συνεχής, -ής, -ές ...
- ΣΥΝΘΗΚΗ, η...συνθήκη, η 1) der Vertrag / der Pakt / das Abkommen [Anm.: synonym:...
- ΣΥΝΙΣΤΑΜΑΙ...συνίσταμαι = bestehen (in) … [iS von: liegen (in …) etc. (sc. Inhalt, Funktion etc. beschreibend)] – z.B.:...
- ΣΥΝΙΣΤΩ // ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συνιστώ (-άς) // συστήνω bzw. [lt. ΛΜΠ λαϊκότ.] συσταίνω 1. Grundbedeutungen: a) empfehlen b) gründen, bilden c) vorstellen [iS von: bekanntmachen] 2....
- ΣΥΝΝΥΦΑΔΑ, η...συννυφάδα, η = die Frau, die mit dem Bruder des Ehemanns (sc. mit dem {κουνιάδος-}Schwager) verheiratet ist [im Deutschen also wohl:...
- ΣΥΝΟΔΟΣ, η...σύνοδος, η = die Sitzung synonym verwendet jedenfalls mit: συνεδρίαση, η s. weiters bedeutungsverwandte oder -gleiche Begriffe wie: διάσκεψη, η / συνδιάσκεψη,...