συνιστώ (-άς) // συστήνω  bzw. [lt. ΛΜΠ λαϊκότ.] συσταίνω


1. Grundbedeutungen:

a) empfehlen  

b) gründen, bilden 

c) vorstellen [iS von: bekanntmachen]


2. συνιστώ – συστήνω – συσταίνω:

[Καρζής, Τα σωστά ελληνικά, S 160]:

Σήμερα χρησιμοποιούνται και οι τρεις αυτοί τύποι, αλλά ο πρώτος ("συνιστώ"), σαν καθαρευουσιάνικος, ολοένα λιγότερο.

Στη νεοελληνική γλώσσα προτιμάμε τον τύπο "συστήνω" χωρίς ν’ αποκλείεται και το "συσταίνω".


3. zur Konjugation:

[Quelle: neurolingo.gr]

       a) Aktiv:


Form mit Stamm II

(θα, να, ...)

Aorist

Paratatikos

συνιστώ (-άς)

συστήσω

συστήσεις

[usw.]

σύστησα & συνέστησα

σύστησες & συνέστησες 

σύστησε & συνέστησε 

συστήσαμε

συστήσατε

σύστησαν & συνέστησαν

συνιστούσα

συνιστούσες

[usw.]

συστήνω

συστήσω

συστήσεις

[usw.]

σύστησα

σύστησες

[usw.]

σύστηνα

σύστηνες

[usw.]

συσταίνω

---

---

σύσταινα

σύσταινες

[usw.]


Imperativ:


Stamm I

Stamm II


Singular

Plural

Singular

Plural

συνιστώ (-άς)

---

συνιστάτε

σύστησε

συστήσετε & συστήστε

συστήνω

σύστηνε

συστήνετε

σύστησε

συστήστε

συσταίνω

σύσταινε

συσταίνετε

---

---


       b) Passiv:


Präsens

(ενεστώτας)

Form mit St. II

(θα, να, ...)

Aorist

Paratatikos

συνιστώ (-άς)

s. neurolingo.gr

συστήνω

συστήνομαι

συστήνεσαι

[usw.] 

συστηθώ

συστηθείς

[usw.]

συστήθηκα

συστήθηκες

[usw.]

συστηνόμουν

συστηνόσουν

[usw.]

συσταίνω

συσταίνομαι

συσταίνεσαι

[etc.] 

---

---

συσταινόμουν

συσταινόσουν

[usw.]


Imperativ:


Stamm I

Stamm II


Singular

Plural

Singular

Plural

συνιστώμαι [bzw.]

συνίσταμαι


s. neurolingo.gr


s. neurolingo.gr

συστήνομαι

---

συστήνεστε

συστήσου

συστηθείτε

συσταίνομαι

---

συσταίνεστε

---

---








Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ, η...συνέλευση, η = die Versammlung: • Kαλούνται σε συνέλευση οι ένοικοι της πολυκατοικίας....
  • ΣΥΝΕΝΝΟΟΥΜΑΙ...συνεννοούμαι 1) sich verständigen [iS von: kommunizieren] 2) sich einigen ...
  • ΣΥΝΕΠΗΣ, -ής, -ές...συνεπής, -ής, -ές • Θα τα κατάφερνα να φανώ συνεπής σ' αυτό το ραντεβού; ° Würde ich die[se] Verab­redung einhalten können?...
  • ΣΥΝΕΡΧΟΜΑΙ...ς να μη συνέλθω ποτέ εντελώς από αυτή την υπερβολική κούραση und ich werde mich von diesen [früheren] Arbeits­exzessen [vielleicht] nie ganz er­holen [DF+GF aus:...
  • ΣΥΝΕΧΕΙΑ, η...συνέχεια, η 1. Grundbedeutung: die Fortsetzung 2. στη συνέχεια ° in der Folge, anschließend, danach 3. δίνω συνέχεια: • Και δεν έδωσε συνέχεια. ° Und weiter [sc....
  • ΣΥΝΕΧΗΣ, -ής, -ές...συνεχής, -ής, -ές zur Unterscheidung συνεχής (-ής, -ές) – συνεχόμενος (-η, -ο): Καρζής, S 233:...
  • ΣΥΝΕΧΙΖΩ...συνεχίζω 1. Bedeutungen: A) [aktiv]: a) [transitiv (= συνεχίζω + Akk.)]: (etwas) fortsetzen: • Οι γιατροί συνεχίζουν την απεργία....
  • ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...συνεχόμενος, -η, -ο zur Unterscheidung συνεχόμενος (-η, -ο) – συνεχής (-ής, -ές): s. unter συνεχής, -ής, -ές ...
  • ΣΥΝΘΗΚΗ, η...συνθήκη, η 1) der Vertrag / der Pakt / das Abkommen [Anm.: synonym:...
  • ΣΥΝΙΣΤΑΜΑΙ...συνίσταμαι = bestehen (in) … [iS von: liegen (in …) etc. (sc. Inhalt, Funktion etc. beschreibend)] – z.B.:...
Nachher:
  • ΣΥΝΝΥΦΑΔΑ, η...συννυφάδα, η = die Frau, die mit dem Bruder des Ehemanns (sc. mit dem {κουνιάδος-}Schwager) verheiratet ist [im Deutschen also wohl:...
  • ΣΥΝΟΔΟΣ, η...σύνοδος, η = die Sitzung synonym verwendet jedenfalls mit: συνεδρίαση, η s. weiters bedeutungsverwandte oder -gleiche Begriffe wie: διάσκεψη, η / συνδιάσκεψη,...
  • ΣΥΝΟΛΟ, το...σύνολο, το το κοινωνικό σύνολο ° die Allgemeinheit ...
  • ΣΥΝΟΝΘΥΛΕΥΜΑ, το...συνονθύλευμα, το • κατά κάποιον τρόπο,...
  • ΣΥΝΤΑΣΣΩ...συντάσσω 1. Grundbedeutung: verfassen / abfassen 2. als linguistischer Fachausdruck: • Μερικά ρήματα συντάσσονται πάντα με αιτιατική....
  • ΣΥΝΤΟΝΙΖΩ...συντονίζω • Να συντονιστούν όλοι. ° Alle [unsere Freunde und Bekannten] sollen einschalten....
  • ΣΥΝΤΡΕΧΩ...συντρέχω = beistehen (jemandem / κάποιον) [Pons online] Konjugation: - Form mit Stamm II: a) να (θα, όταν, …) συντρέξω, συντρέξεις, ... b) να (θα, όταν,...
  • ΣΥΡΙΓΓΑ, η...σύριγγα, η = die Spritze [Gegenstand zur Verabreichung einer Injektion] [vgl.: η σήραγγα = der Tunnel]* *) Zur Unterscheidung der Ausdrücke σύριγγα und σήραγγα:...
  • ΣΥΡΜΑ, το...σύρμα, το 1. Grundbedeutung: der Draht 2. πέφτει σύρμα: …. ...