συντρέχω
= beistehen (jemandem / κάποιον) [Pons online]
Konjugation:
- Form mit Stamm II:
a) να (θα, όταν, …) συντρέξω, συντρέξεις, ...
b) να (θα, όταν, …) συνδράμω, συνδράμεις, ...
- Aorist:
a) συνέτρεξα, συνέτρεξες, ...
b) συνέδραμα, συνέδραμες, ...
- Paratatikos: συνέτρεχα, συνέτρεχες, ...
- παρακείμενος:
a) έχω (έχεις, ...) συντρέξει
b) έχω (έχεις, ...) συνδράμει
- Imperativ:
Stamm I: σύντρεχε – συντρέχετε
Stamm II: a) σύντρεξε – συντρέξτε [und] b) σύνδραμε – συνδράμετε
[zur Form auf -δράμω s. näher Παπαζαφείρη 2, S 136, sowie ΛΜΠ, S 1733]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...συνεχόμενος, -η, -ο zur Unterscheidung συνεχόμενος (-η, -ο) – συνεχής (-ής, -ές): s. unter συνεχής, -ής, -ές ...
- ΣΥΝΘΗΚΗ, η...συνθήκη, η 1) der Vertrag / der Pakt / das Abkommen [Anm.: synonym:...
- ΣΥΝΙΣΤΑΜΑΙ...συνίσταμαι = bestehen (in) … [iS von: liegen (in …) etc. (sc. Inhalt, Funktion etc. beschreibend)] – z.B.:...
- ΣΥΝΙΣΤΩ // ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συνιστώ (-άς) // συστήνω bzw. [lt. ΛΜΠ λαϊκότ.] συσταίνω 1. Grundbedeutungen: a) empfehlen b) gründen, bilden c) vorstellen [iS von: bekanntmachen] 2....
- ΣΥΝΝΥΦΑΔΑ, η...συννυφάδα, η = die Frau, die mit dem Bruder des Ehemanns (sc. mit dem {κουνιάδος-}Schwager) verheiratet ist [im Deutschen also wohl:...
- ΣΥΝΟΔΟΣ, η...σύνοδος, η = die Sitzung synonym verwendet jedenfalls mit: συνεδρίαση, η s. weiters bedeutungsverwandte oder -gleiche Begriffe wie: διάσκεψη, η / συνδιάσκεψη,...
- ΣΥΝΟΛΟ, το...σύνολο, το το κοινωνικό σύνολο ° die Allgemeinheit ...
- ΣΥΝΟΝΘΥΛΕΥΜΑ, το...συνονθύλευμα, το • κατά κάποιον τρόπο,...
- ΣΥΝΤΑΣΣΩ...συντάσσω 1. Grundbedeutung: verfassen / abfassen 2. als linguistischer Fachausdruck: • Μερικά ρήματα συντάσσονται πάντα με αιτιατική....
- ΣΥΝΤΟΝΙΖΩ...συντονίζω • Να συντονιστούν όλοι. ° Alle [unsere Freunde und Bekannten] sollen einschalten....
Nachher:
- ΣΥΡΙΓΓΑ, η...σύριγγα, η = die Spritze [Gegenstand zur Verabreichung einer Injektion] [vgl.: η σήραγγα = der Tunnel]* *) Zur Unterscheidung der Ausdrücke σύριγγα und σήραγγα:...
- ΣΥΡΜΑ, το...σύρμα, το 1. Grundbedeutung: der Draht 2. πέφτει σύρμα: …. ...
- ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ, το...συρματόπλεγμα, το • τον φράχτη με το συρματόπλεγμα ° den Maschendrahtzaun [Akk.] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
- ΣΥΣΚΕΨΗ, η...σύσκεψη, η = die Beratung / die Besprechung / die Sitzung [etc.]: • Και γι’ αυτό με διακόπτεις μέσα στη σύσκεψη; ° Und deshalb [sc.:...
- ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συστήνω [bzw.] συσταίνω s. unter συνιστώ ...
- ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ, ο...συσχετισμός, ο 1) der Zusammenhang: • der Zusammenhang [zB....
- ΣΦΑΙΡΑ, η...σφαίρα, η 1. Grundbedeutungen: - die Kugel [geometrisch] - die Kugel [iS von: Geschoß] - die Sphäre 2. η αδέσποτη σφαίρα:...
- ΣΦΙΓΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σφιγμένος, -η, -ο • Και τα μάτια της αρμένιζαν σφιγμένα, το στόμα της μια ρίγα. ° Und sie kniff die Augen zusammen, ihr Blick schweifte in die Ferne,...
- ΣΦΙΞΙΜΟ, το...σφίξιμο, το • Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά, [...]. ° Ich fühlte, wie sich mein Herz zusammenkrampfte, […]. [GF+DF aus:...