σύρμα, το


1. Grundbedeutung: der Draht


2. πέφτει σύρμα: ….


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΥΝΙΣΤΑΜΑΙ...συνίσταμαι = bestehen (in) … [iS von: liegen (in …) etc. (sc. Inhalt, Funktion etc. beschreibend)] – z.B.:...
  • ΣΥΝΙΣΤΩ // ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συνιστώ (-άς) // συστήνω bzw. [lt. ΛΜΠ λαϊκότ.] συσταίνω 1. Grundbedeutungen: a) empfehlen b) gründen, bilden c) vorstellen [iS von: bekanntmachen] 2....
  • ΣΥΝΝΥΦΑΔΑ, η...συννυφάδα, η = die Frau, die mit dem Bruder des Ehemanns (sc. mit dem {κουνιάδος-}Schwager) verheiratet ist [im Deutschen also wohl:...
  • ΣΥΝΟΔΟΣ, η...σύνοδος, η = die Sitzung synonym verwendet jedenfalls mit: συνεδρίαση, η s. weiters bedeutungsverwandte oder -gleiche Begriffe wie: διάσκεψη, η / συνδιάσκεψη,...
  • ΣΥΝΟΛΟ, το...σύνολο, το το κοινωνικό σύνολο ° die Allgemeinheit ...
  • ΣΥΝΟΝΘΥΛΕΥΜΑ, το...συνονθύλευμα, το • κατά κάποιον τρόπο,...
  • ΣΥΝΤΑΣΣΩ...συντάσσω 1. Grundbedeutung: verfassen / abfassen 2. als linguistischer Fachausdruck: • Μερικά ρήματα συντάσσονται πάντα με αιτιατική....
  • ΣΥΝΤΟΝΙΖΩ...συντονίζω • Να συντονιστούν όλοι. ° Alle [unsere Freunde und Bekannten] sollen einschalten....
  • ΣΥΝΤΡΕΧΩ...συντρέχω = beistehen (jemandem / κάποιον) [Pons online] Konjugation: - Form mit Stamm II: a) να (θα, όταν, …) συντρέξω, συντρέξεις, ... b) να (θα, όταν,...
  • ΣΥΡΙΓΓΑ, η...σύριγγα, η = die Spritze [Gegenstand zur Verabreichung einer Injektion] [vgl.: η σήραγγα = der Tunnel]* *) Zur Unterscheidung der Ausdrücke σύριγγα und σήραγγα:...
Nachher:
  • ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ, το...συρματόπλεγμα, το • τον φράχτη με το συρματόπλεγμα ° den Maschendrahtzaun [Akk.] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
  • ΣΥΣΚΕΨΗ, η...σύσκεψη, η = die Beratung / die Besprechung / die Sitzung [etc.]: • Και γι’ αυτό με διακόπτεις μέσα στη σύσκεψη; ° Und deshalb [sc.:...
  • ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συστήνω [bzw.] συσταίνω s. unter συνιστώ ...
  • ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ, ο...συσχετισμός, ο 1) der Zusammenhang: • der Zusammenhang [zB....
  • ΣΦΑΙΡΑ, η...σφαίρα, η 1. Grundbedeutungen: - die Kugel [geometrisch] - die Kugel [iS von: Geschoß] - die Sphäre 2. η αδέσποτη σφαίρα:...
  • ΣΦΙΓΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σφιγμένος, -η, -ο • Και τα μάτια της αρμένιζαν σφιγμένα, το στόμα της μια ρίγα. ° Und sie kniff die Augen zusammen, ihr Blick schweifte in die Ferne,...
  • ΣΦΙΞΙΜΟ, το...σφίξιμο, το • Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά, [...]. ° Ich fühlte, wie sich mein Herz zusammen­krampf­te, […]. [GF+DF aus:...
  • ΣΧΕΔΙΟ, το...σχέδιο, το εκτός σχεδίου / εντός σχεδίου: • [vgl. zwei Kleinanzeigen betreffend Grundstücksverkäufe in einer Tageszeitung]:...
  • ΣΧΕΣΗ, η...σχέση, η • Η θεία δεν έχει καμιά σχέση! ° Die Tante hat nichts damit [sc. mit dieser Angelegen­heit] zu tun! [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] • Ναι,...