σχέση, η


• Η θεία δεν έχει καμιά σχέση!  °  Die Tante hat nichts damit [sc. mit dieser Angelegen­heit] zu tun!    [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Ναι, καμιά σχέση δεν είχαν ο Άρτσιμπαλ κι ο Ζυλ, ίσως μονάχα το ότι και οι δυο τους χάσαν κάποτε τα μυαλά τους για καλά.  °  Nein, sie hatten nichts gemein [sc.: sie glichen einander (in ihrem Wesen etc.) überhaupt nicht], Archibald und Jules, höchs­tens, dass sie beide irgendwann gründlich den Verstand verloren hatten [wörtl.: verlo­ren].   [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΥΡΙΓΓΑ, η...σύριγγα, η = die Spritze [Gegenstand zur Verabreichung einer Injektion] [vgl.: η σήραγγα = der Tunnel]* *) Zur Unterscheidung der Ausdrücke σύριγγα und σήραγγα:...
  • ΣΥΡΜΑ, το...σύρμα, το 1. Grundbedeutung: der Draht 2. πέφτει σύρμα: …. ...
  • ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ, το...συρματόπλεγμα, το • τον φράχτη με το συρματόπλεγμα ° den Maschendrahtzaun [Akk.] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
  • ΣΥΣΚΕΨΗ, η...σύσκεψη, η = die Beratung / die Besprechung / die Sitzung [etc.]: • Και γι’ αυτό με διακόπτεις μέσα στη σύσκεψη; ° Und deshalb [sc.:...
  • ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συστήνω [bzw.] συσταίνω s. unter συνιστώ ...
  • ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ, ο...συσχετισμός, ο 1) der Zusammenhang: • der Zusammenhang [zB....
  • ΣΦΑΙΡΑ, η...σφαίρα, η 1. Grundbedeutungen: - die Kugel [geometrisch] - die Kugel [iS von: Geschoß] - die Sphäre 2. η αδέσποτη σφαίρα:...
  • ΣΦΙΓΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σφιγμένος, -η, -ο • Και τα μάτια της αρμένιζαν σφιγμένα, το στόμα της μια ρίγα. ° Und sie kniff die Augen zusammen, ihr Blick schweifte in die Ferne,...
  • ΣΦΙΞΙΜΟ, το...σφίξιμο, το • Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά, [...]. ° Ich fühlte, wie sich mein Herz zusammen­krampf­te, […]. [GF+DF aus:...
  • ΣΧΕΔΙΟ, το...σχέδιο, το εκτός σχεδίου / εντός σχεδίου: • [vgl. zwei Kleinanzeigen betreffend Grundstücksverkäufe in einer Tageszeitung]:...
Nachher:
  • ΣΧΕΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σχετικός, -ή, -ό • Διάβαζα κάθε σχετικό βιβλίο που έπεφτε στα χέρια μου. ° Ich las jedes einschlägige Buch (jedes Buch zu diesem [eben erwähnten] Thema),...
  • ΣΧΗΜΑ, το...σχήμα, το 1. [allgemein]: • σκεφτόταν με γενικές ιδέες, πάνω σε βασικά, λογικά σχήματα ° seine [= Nazim Hik­mets] Gedanken, die sehr allgemein waren,...
  • ΣΧΟΙΝΙ, το...σχοινί, το s. σκοινί, το ...
  • ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σχολαστικός, -ή, -ό • Κατόπιν, έπλενε σχολαστικά τα χέρια του. ° Dann [= immer nach dem Zähneputzen am Morgen] wusch er sich gründlich die Hände. [GF+DF aus:...
  • ΣΧΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...σχολικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: Schul- • das Schulbuch ° το σχολικό βιβλίο • der Schulchor ° η σχολική χορωδία 2. Sonstiges:...
  • ΣΧΟΛΝΩ...σχολνώ (-άς) s. σχολώ ...
  • ΣΧΟΛΩ...σχολώ (-άς) [bzw. auch (lt. ΛΜΠ volkstümlich): σχολνώ (-άς) // σκολνώ (-άς) // σκολώ (-άς)] • κι όταν σχολούσαν,...
  • ΣΩΖΩ [bzw.] ΣΩΝΩ...σώζω [bzw.] σώνω [Anm.: σώζω / σώνω ist zu unterscheiden von ζώνω !] 1. Grundbedeutungen: a) retten b) bewahren, erhalten c) [nur σώνω]: aufbrauchen …. [Anm.:...
  • ΣΩΡΙΑΖΩ...σωριάζω • Ο Ζωρζ σωριάστηκε στην πολυθρόνα του, έμεινε έτσι ένα λεπτό, έπειτα σηκώθηκε απότομα, [...] ° George ließ sich in den [GF: in seinen] Sessel sinken,...