σχολαστικός, -ή, -ό
• Κατόπιν, έπλενε σχολαστικά τα χέρια του. ° Dann [= immer nach dem Zähneputzen am Morgen] wusch er sich gründlich die Hände. [GF+DF aus: Όσες φορές]
• θα ξαναγυρίζαμε έτσι στο σχολαστικό πρόβλημα αν η αλήθεια βρίσκεται μέσα μας ή έξω από μας ° so würden wir nämlich wieder beim akademischen Problem landen, ob sich die Wahrheit in uns oder außerhalb von uns befindet // dann wären wir wieder bei der akademischen Frage angelangt, ob sich die Wahrheit in uns selbst befindet oder außerhalb unserer selbst [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συστήνω [bzw.] συσταίνω s. unter συνιστώ ...
- ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ, ο...συσχετισμός, ο 1) der Zusammenhang: • der Zusammenhang [zB....
- ΣΦΑΙΡΑ, η...σφαίρα, η 1. Grundbedeutungen: - die Kugel [geometrisch] - die Kugel [iS von: Geschoß] - die Sphäre 2. η αδέσποτη σφαίρα:...
- ΣΦΙΓΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σφιγμένος, -η, -ο • Και τα μάτια της αρμένιζαν σφιγμένα, το στόμα της μια ρίγα. ° Und sie kniff die Augen zusammen, ihr Blick schweifte in die Ferne,...
- ΣΦΙΞΙΜΟ, το...σφίξιμο, το • Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά, [...]. ° Ich fühlte, wie sich mein Herz zusammenkrampfte, […]. [GF+DF aus:...
- ΣΧΕΔΙΟ, το...σχέδιο, το εκτός σχεδίου / εντός σχεδίου: • [vgl. zwei Kleinanzeigen betreffend Grundstücksverkäufe in einer Tageszeitung]:...
- ΣΧΕΣΗ, η...σχέση, η • Η θεία δεν έχει καμιά σχέση! ° Die Tante hat nichts damit [sc. mit dieser Angelegenheit] zu tun! [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] • Ναι,...
- ΣΧΕΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σχετικός, -ή, -ό • Διάβαζα κάθε σχετικό βιβλίο που έπεφτε στα χέρια μου. ° Ich las jedes einschlägige Buch (jedes Buch zu diesem [eben erwähnten] Thema),...
- ΣΧΗΜΑ, το...σχήμα, το 1. [allgemein]: • σκεφτόταν με γενικές ιδέες, πάνω σε βασικά, λογικά σχήματα ° seine [= Nazim Hikmets] Gedanken, die sehr allgemein waren,...
- ΣΧΟΙΝΙ, το...σχοινί, το s. σκοινί, το ...
Nachher:
- ΣΧΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...σχολικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: Schul- • das Schulbuch ° το σχολικό βιβλίο • der Schulchor ° η σχολική χορωδία 2. Sonstiges:...
- ΣΧΟΛΝΩ...σχολνώ (-άς) s. σχολώ ...
- ΣΧΟΛΩ...σχολώ (-άς) [bzw. auch (lt. ΛΜΠ volkstümlich): σχολνώ (-άς) // σκολνώ (-άς) // σκολώ (-άς)] • κι όταν σχολούσαν,...
- ΣΩΖΩ [bzw.] ΣΩΝΩ...σώζω [bzw.] σώνω [Anm.: σώζω / σώνω ist zu unterscheiden von ζώνω !] 1. Grundbedeutungen: a) retten b) bewahren, erhalten c) [nur σώνω]: aufbrauchen …. [Anm.:...
- ΣΩΡΙΑΖΩ...σωριάζω • Ο Ζωρζ σωριάστηκε στην πολυθρόνα του, έμεινε έτσι ένα λεπτό, έπειτα σηκώθηκε απότομα, [...] ° George ließ sich in den [GF: in seinen] Sessel sinken,...
- ΣΩΡΟΣ, ο...σωρός, ο 1. [allgemein]: der Haufen // der Stoß: • Υπάρχουν επίσης σωροί από χώματα γύρω από βαθιές λακκούβες....
- ΣΩΣΙΒΙΟ, το...σωσίβιο, το - der Schwimmreifen [der zB....
- ΣΩΣΤΟΣ, -ή, -ό...σωστός, -ή, -ό • πέρασαν λοιπόν από τότε χρόνια σωστά τριάντα εννέα ° seitdem sind also ganze neununddreißig Jahre vergangen [GF+DF aus: Μηλιώνης:...
- ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ταλαιπωρημένος, -η, -ο • Κατσάκης είναι, ταλαιπωρημένος χριστιανός, [...]. ° Er ist Deserteur [aus der Armee des Osmanischen Reiches],...