σφιγμένος, -η, -ο


• Και τα μάτια της αρμένιζαν σφιγμένα, το στόμα της μια ρίγα.  °  Und sie kniff die Augen zusammen, ihr Blick schweifte in die Ferne, ihr Mund – ein Strich.  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Με την καρδιά σφιγμένη [...].  °  Mit beklommenem Herzen, […].   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΥΝΤΑΣΣΩ...συντάσσω 1. Grundbedeutung: verfassen / abfassen 2. als linguistischer Fachausdruck: • Μερικά ρήματα συντάσσονται πάντα με αιτιατική....
  • ΣΥΝΤΟΝΙΖΩ...συντονίζω • Να συντονιστούν όλοι. ° Alle [unsere Freunde und Bekannten] sollen einschalten....
  • ΣΥΝΤΡΕΧΩ...συντρέχω = beistehen (jemandem / κάποιον) [Pons online] Konjugation: - Form mit Stamm II: a) να (θα, όταν, …) συντρέξω, συντρέξεις, ... b) να (θα, όταν,...
  • ΣΥΡΙΓΓΑ, η...σύριγγα, η = die Spritze [Gegenstand zur Verabreichung einer Injektion] [vgl.: η σήραγγα = der Tunnel]* *) Zur Unterscheidung der Ausdrücke σύριγγα und σήραγγα:...
  • ΣΥΡΜΑ, το...σύρμα, το 1. Grundbedeutung: der Draht 2. πέφτει σύρμα: …. ...
  • ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ, το...συρματόπλεγμα, το • τον φράχτη με το συρματόπλεγμα ° den Maschendrahtzaun [Akk.] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
  • ΣΥΣΚΕΨΗ, η...σύσκεψη, η = die Beratung / die Besprechung / die Sitzung [etc.]: • Και γι’ αυτό με διακόπτεις μέσα στη σύσκεψη; ° Und deshalb [sc.:...
  • ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συστήνω [bzw.] συσταίνω s. unter συνιστώ ...
  • ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ, ο...συσχετισμός, ο 1) der Zusammenhang: • der Zusammenhang [zB....
  • ΣΦΑΙΡΑ, η...σφαίρα, η 1. Grundbedeutungen: - die Kugel [geometrisch] - die Kugel [iS von: Geschoß] - die Sphäre 2. η αδέσποτη σφαίρα:...
Nachher:
  • ΣΦΙΞΙΜΟ, το...σφίξιμο, το • Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά, [...]. ° Ich fühlte, wie sich mein Herz zusammen­krampf­te, […]. [GF+DF aus:...
  • ΣΧΕΔΙΟ, το...σχέδιο, το εκτός σχεδίου / εντός σχεδίου: • [vgl. zwei Kleinanzeigen betreffend Grundstücksverkäufe in einer Tageszeitung]:...
  • ΣΧΕΣΗ, η...σχέση, η • Η θεία δεν έχει καμιά σχέση! ° Die Tante hat nichts damit [sc. mit dieser Angelegen­heit] zu tun! [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] • Ναι,...
  • ΣΧΕΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σχετικός, -ή, -ό • Διάβαζα κάθε σχετικό βιβλίο που έπεφτε στα χέρια μου. ° Ich las jedes einschlägige Buch (jedes Buch zu diesem [eben erwähnten] Thema),...
  • ΣΧΗΜΑ, το...σχήμα, το 1. [allgemein]: • σκεφτόταν με γενικές ιδέες, πάνω σε βασικά, λογικά σχήματα ° seine [= Nazim Hik­mets] Gedanken, die sehr allgemein waren,...
  • ΣΧΟΙΝΙ, το...σχοινί, το s. σκοινί, το ...
  • ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σχολαστικός, -ή, -ό • Κατόπιν, έπλενε σχολαστικά τα χέρια του. ° Dann [= immer nach dem Zähneputzen am Morgen] wusch er sich gründlich die Hände. [GF+DF aus:...
  • ΣΧΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...σχολικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: Schul- • das Schulbuch ° το σχολικό βιβλίο • der Schulchor ° η σχολική χορωδία 2. Sonstiges:...
  • ΣΧΟΛΝΩ...σχολνώ (-άς) s. σχολώ ...