συντάσσω
1. Grundbedeutung:
verfassen / abfassen
2. als linguistischer Fachausdruck:
• Μερικά ρήματα συντάσσονται πάντα με αιτιατική. Το ρήμα "nehmen" είναι ένα από αυτά. ° Nach manchen [deutschen] Verben steht (folgt) immer der/ein Akkusativ. [Wörtl.: Manche Verben werden immer mit Akkusativ verfasst/geschrieben (= konstruiert).] Das Verb "nehmen" ist eines von ihnen. [zB.: "Peter nimmt den Bleistift."] [Eigenübersetzung]
• Το "mag" συντάσσεται με ένα ουσιαστικό στην αιτιατική. ° Nach dem [deutschen] (Wort) "mag" steht (folgt) ein Substantiv im Akkusativ. [zB.: "Ich mag Lammfleisch."] [Eigenübersetzung]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΥΝΕΧΗΣ, -ής, -ές...συνεχής, -ής, -ές zur Unterscheidung συνεχής (-ής, -ές) – συνεχόμενος (-η, -ο): Καρζής, S 233:...
- ΣΥΝΕΧΙΖΩ...συνεχίζω 1. Bedeutungen: A) [aktiv]: a) [transitiv (= συνεχίζω + Akk.)]: (etwas) fortsetzen: • Οι γιατροί συνεχίζουν την απεργία....
- ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...συνεχόμενος, -η, -ο zur Unterscheidung συνεχόμενος (-η, -ο) – συνεχής (-ής, -ές): s. unter συνεχής, -ής, -ές ...
- ΣΥΝΘΗΚΗ, η...συνθήκη, η 1) der Vertrag / der Pakt / das Abkommen [Anm.: synonym:...
- ΣΥΝΙΣΤΑΜΑΙ...συνίσταμαι = bestehen (in) … [iS von: liegen (in …) etc. (sc. Inhalt, Funktion etc. beschreibend)] – z.B.:...
- ΣΥΝΙΣΤΩ // ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συνιστώ (-άς) // συστήνω bzw. [lt. ΛΜΠ λαϊκότ.] συσταίνω 1. Grundbedeutungen: a) empfehlen b) gründen, bilden c) vorstellen [iS von: bekanntmachen] 2....
- ΣΥΝΝΥΦΑΔΑ, η...συννυφάδα, η = die Frau, die mit dem Bruder des Ehemanns (sc. mit dem {κουνιάδος-}Schwager) verheiratet ist [im Deutschen also wohl:...
- ΣΥΝΟΔΟΣ, η...σύνοδος, η = die Sitzung synonym verwendet jedenfalls mit: συνεδρίαση, η s. weiters bedeutungsverwandte oder -gleiche Begriffe wie: διάσκεψη, η / συνδιάσκεψη,...
- ΣΥΝΟΛΟ, το...σύνολο, το το κοινωνικό σύνολο ° die Allgemeinheit ...
- ΣΥΝΟΝΘΥΛΕΥΜΑ, το...συνονθύλευμα, το • κατά κάποιον τρόπο,...
Nachher:
- ΣΥΝΤΟΝΙΖΩ...συντονίζω • Να συντονιστούν όλοι. ° Alle [unsere Freunde und Bekannten] sollen einschalten....
- ΣΥΝΤΡΕΧΩ...συντρέχω = beistehen (jemandem / κάποιον) [Pons online] Konjugation: - Form mit Stamm II: a) να (θα, όταν, …) συντρέξω, συντρέξεις, ... b) να (θα, όταν,...
- ΣΥΡΙΓΓΑ, η...σύριγγα, η = die Spritze [Gegenstand zur Verabreichung einer Injektion] [vgl.: η σήραγγα = der Tunnel]* *) Zur Unterscheidung der Ausdrücke σύριγγα und σήραγγα:...
- ΣΥΡΜΑ, το...σύρμα, το 1. Grundbedeutung: der Draht 2. πέφτει σύρμα: …. ...
- ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ, το...συρματόπλεγμα, το • τον φράχτη με το συρματόπλεγμα ° den Maschendrahtzaun [Akk.] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
- ΣΥΣΚΕΨΗ, η...σύσκεψη, η = die Beratung / die Besprechung / die Sitzung [etc.]: • Και γι’ αυτό με διακόπτεις μέσα στη σύσκεψη; ° Und deshalb [sc.:...
- ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συστήνω [bzw.] συσταίνω s. unter συνιστώ ...
- ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ, ο...συσχετισμός, ο 1) der Zusammenhang: • der Zusammenhang [zB....
- ΣΦΑΙΡΑ, η...σφαίρα, η 1. Grundbedeutungen: - die Kugel [geometrisch] - die Kugel [iS von: Geschoß] - die Sphäre 2. η αδέσποτη σφαίρα:...