συνεχίζω
1. Bedeutungen:
a) [transitiv (= συνεχίζω + Akk.)]: (etwas) fortsetzen:
• Οι γιατροί συνεχίζουν την απεργία. ° Die Ärzte setzen den Streik fort.
b) [intransitiv]:
aa) fortsetzen / fortfahren / weitermachen:
• Η Μαρία συνεχίζει: "[...]" ° Maria setzt fort (fährt fort) [in ihren (mündlichen) Ausführungen]: "[…]"
• Συνέχισε! Μη δίνεις σημασία στους άλλους! ° Mach weiter! Achte nicht auf die Anderen!
bb) συνεχίζω να [+ Verb / Stamm I] ° weiter(hin) / noch immer [etc.] [+ Verb]:
• η μόνη που συνεχίζει να τον εμπιστεύεται είναι η γυναίκα του ° die Einzige, die ihm weiterhin vertraut, ist seine Frau
• εάν τα επιτόκια συνεχίσουν να ανεβαίνουν ° wenn die Zinssätze weiter(hin) steigen
• Τέτοια παιχνίδια τής έκανε όταν ήταν μικρή, είχαν περάσει χρόνια από τότε, και συνέχισε να τα κάνει στα εγγόνια του και στα ξένα παιδιά. ° So hatte er mit ihr [sc. mit seiner Tochter] gespielt, als sie klein war, es waren Jahre seitdem vergangen, und auch jetzt spielte er das mit seinen Enkelkindern und mit anderen Kindern. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
cc) συνεχίζω με ° fortsetzen (fortfahren / weitermachen) mit
B) [passiv/reflexiv (= συνεχίζομαι)]: sich fortsetzen / fortgesetzt werden / weitergehen:
• και η ζωή συνεχίζεται ° und das Leben geht weiter
• Όλη τη βδομάδα που ακολούθησε συνεχίστηκαν οι ανακρίσεις. ° In der ganzen folgenden Woche gingen die Verhöre weiter (wurden die Verhöre fortgesetzt).
2. zur (unrichtigen?) Verwendung der aktiven Form in der Bedeutung "sich fortsetzen / fortgesetzt werden / weitergehen":
a) ΛΜΠ:
συνεχίζω: [...] (καταχρ. [= καταχρηστικά] για καταστάσεις, γεγονότα κ.λπ.) δεν παύω να βρίσκομαι σε εξέλιξη ή να επαναλαμβάνομαι – π.χ.:
• Κάθε μέρα παρκάρει μπροστά στην πόρτα μας· πόσο θα συνεχίσει αυτή η ιστορία;
(μέσ. [= μέση διάθεση] συνεχίζομαι)
b) ΛΚΝ (ohne kritische Unterscheidung zwischen aktiver und passiver Form):
συνεχίζω: [...] για φυσικό φαινόμενο ή για σωματική αντίδραση που δεν παρουσιάζει κάποια μεταβολή – π.χ.:
• Συνεχίζεται / συνεχίζει το κρύο / ο πόνος / ο πυρετός.
c) (weiteres) BS:
• Η ζέστη συνεχίζει για αρκετές εβδομάδες, [...] ° Es bleibt wochenlang heiß, […] [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
Weitere Wörter:
- ΣΥΝΔΡΑΜΩ ...συνδράμω (θα, να, όταν, ας, ...) Es handelt sich – neben (θα, να, …) συντρέξω – um eine der beiden Formen mit Stamm II (Aoriststamm) des Wortes συντρέχω....
- ΣΥΝΕΔΡΙΑ, η...συνεδρία, η = die Sitzung [zB. bei einem Psychoanalytiker]: • η ψυχαναλυτική συνεδρία ° die psychoanalytische Sitzung [sc....
- ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ, η...συνεδρίαση, η = die Sitzung / die Tagung: • Θα ήθελα να σας καλωσορίσω θερμά στη σημερινή μας συνεδρίαση....
- ΣΥΝΕΔΡΙΟ, το...συνέδριο, το = der Kongress, die Konferenz: • το συνέδριο ° der Kongress [zB....
- ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ, η...συνέλευση, η = die Versammlung: • Kαλούνται σε συνέλευση οι ένοικοι της πολυκατοικίας....
- ΣΥΝΕΝΝΟΟΥΜΑΙ...συνεννοούμαι 1) sich verständigen [iS von: kommunizieren] 2) sich einigen ...
- ΣΥΝΕΠΗΣ, -ής, -ές...συνεπής, -ής, -ές • Θα τα κατάφερνα να φανώ συνεπής σ' αυτό το ραντεβού; ° Würde ich die[se] Verabredung einhalten können?...
- ΣΥΝΕΡΧΟΜΑΙ...ς να μη συνέλθω ποτέ εντελώς από αυτή την υπερβολική κούραση und ich werde mich von diesen [früheren] Arbeitsexzessen [vielleicht] nie ganz erholen [DF+GF aus:...
- ΣΥΝΕΧΕΙΑ, η...συνέχεια, η 1. Grundbedeutung: die Fortsetzung 2. στη συνέχεια ° in der Folge, anschließend, danach 3. δίνω συνέχεια: • Και δεν έδωσε συνέχεια. ° Und weiter [sc....
- ΣΥΝΕΧΗΣ, -ής, -ές...συνεχής, -ής, -ές zur Unterscheidung συνεχής (-ής, -ές) – συνεχόμενος (-η, -ο): Καρζής, S 233:...
- ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...συνεχόμενος, -η, -ο zur Unterscheidung συνεχόμενος (-η, -ο) – συνεχής (-ής, -ές): s. unter συνεχής, -ής, -ές ...
- ΣΥΝΘΗΚΗ, η...συνθήκη, η 1) der Vertrag / der Pakt / das Abkommen [Anm.: synonym:...
- ΣΥΝΙΣΤΑΜΑΙ...συνίσταμαι = bestehen (in) … [iS von: liegen (in …) etc. (sc. Inhalt, Funktion etc. beschreibend)] – z.B.:...
- ΣΥΝΙΣΤΩ // ΣΥΣΤΗΝΩ [bzw.] ΣΥΣΤΑΙΝΩ...συνιστώ (-άς) // συστήνω bzw. [lt. ΛΜΠ λαϊκότ.] συσταίνω 1. Grundbedeutungen: a) empfehlen b) gründen, bilden c) vorstellen [iS von: bekanntmachen] 2....
- ΣΥΝΝΥΦΑΔΑ, η...συννυφάδα, η = die Frau, die mit dem Bruder des Ehemanns (sc. mit dem {κουνιάδος-}Schwager) verheiratet ist [im Deutschen also wohl:...
- ΣΥΝΟΔΟΣ, η...σύνοδος, η = die Sitzung synonym verwendet jedenfalls mit: συνεδρίαση, η s. weiters bedeutungsverwandte oder -gleiche Begriffe wie: διάσκεψη, η / συνδιάσκεψη,...
- ΣΥΝΟΛΟ, το...σύνολο, το το κοινωνικό σύνολο ° die Allgemeinheit ...
- ΣΥΝΟΝΘΥΛΕΥΜΑ, το...συνονθύλευμα, το • κατά κάποιον τρόπο,...
- ΣΥΝΤΑΣΣΩ...συντάσσω 1. Grundbedeutung: verfassen / abfassen 2. als linguistischer Fachausdruck: • Μερικά ρήματα συντάσσονται πάντα με αιτιατική....