διάσκεψη, η
= die Konferenz / die Tagung:
• η διάσκεψη κορυφής ° die Gipfelkonferenz [Anm.: auch: η συνδιάσκεψη κορυφής]
• η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και (τη) Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ) ° die Konferenz über Sicherheit und Zusammenarbeit in Europa (KSZE)
s. auch bedeutungsverwandte oder -gleiche Begriffe wie:
συνδιάσκεψη, η / συνεδρία, η / συνεδρίαση, η / συνέδριο, το / συνέλευση, η / σύνοδος, η / σύσκεψη, η
Weitere Wörter:
Vorher
- ΔΙΑΘΕΣΗ, η...διάθεση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Stimmung, die Lust, die Laune, die Verfassung: • Μου ήρθε η διάθεση να ζωγραφίσω....
- ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ, η...διακίνηση, η 1) der Verkehr [iS von: Bewegung, Transfer (von Kapital, Wirtschaftsgütern etc.)]:...
- ΔΙΑΚΙΝΩ...διακινώ (-είς) 1) vertreiben / verkaufen [eine Ware] / handeln [mit einer Ware]: • οι ίδιοι [οι κρεοπώλες] διαφημίζουν [......
- ΔΙΑΚΡΙΝΩ...διακρίνω [(gegebenenfalls) übersetzbar mit:] sehen können / ausnehmen können [zB. im Nebel] ...
- ΔΙΑΜΟΝΗ, η...διαμονή, η Zum Bedeutungsunterschied διαμονή – παραμονή [Αναγνωστοπούλου, σ. 64]: - διαμονή:...
- ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ...διαμορφώνω 1. [aktiv]: [u.a.:] gestalten – zB.: • ήμουν αποφασισμένη να διαμορφώσω τη ζωή μου όπως εγώ την ήθελα ° ich [weibl.] war entschlossen,...
- ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ, η...διαμόρφωση, η 1) die Entstehung:...
- ΔΙΑΝΟΙΑ, η...διάνοια, η ούτε κατά διάνοια: • καμία από τις μετέπειτα εργασίες του δεν έφτασε ούτε κατά διάνοια τη δημοσιότητα που είχε πάρει το "[......
- ΔΙΑΠΛΕΚΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...διαπλεκόμενος, -η, -ο (με) = verwoben (mit) / verflochten (mit) [zB....
- ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΩ...διασκεδάζω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: zerstreuen [Zweifel, Befürchtungen etc.]: • [...], was meine Gewissensbisse ein bisschen zerstreute. ° [...],...
Nachher:
- ΔΙΑΣΤΗΜΑ, το...διάστημα, το 1. Grundbedeutungen: a) der [räumliche] Abstand: • in einem Abstand von drei Metern ° σε διάστημα τριών μέτρων b) (auch: το χρονικό διάστημα):...
- ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΩ...διασφαλίζω = sicherstellen / gewährleisten / garantieren ...
- ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ, η...διασφάλιση, η = die Sicherung [zB. des Friedens] ...
- ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟΣ, -τέα, -τέο...διατηρητέος, -τέα, -τέο = unter Denkmalschutz [Pons online] / denkmalgeschützt [Eigenübersetzung] π.χ.:...
- ΔΙΑΤΥΠΩΝΩ...διατυπώνω Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe διατυπώνω und εκφράζω: s. unter εκφράζω ...
- ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ, η...διατύπωση, η 1) die Formulierung 2) die Formalität s. auch die Definition für "οι διατυπώσεις":...
- ΔΙΑΥΓΕΙΑ, η...διαύγεια, η • "[...]", σκέφτηκε σε μια στιγμή διαύγειας. ° "[...]", dachte er [der Geisteskranke] in einem hellen Moment. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
- ΔΙΑΦΕΥΓΩ...διαφεύγω 1) entgehen: a) διαφεύγω + Akk. * ° (einer Sache) entgehen / entkommen [sc.: von etwas (Negativem) verschont bleiben] *[s. ΛΜΠ:...
- ΔΙΑΦΟΡΟΣ, -η, -ο...διάφορος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: verschieden: • για διάφορους λόγους ° aus verschiedenen (aus diversen) Gründen 2. διάφορα [hauptwörtlich]: • [......