διαφεύγω


1) entgehen:

a) διαφεύγω + Akk. *  °  (einer Sache) entgehen / entkommen [sc.: von etwas (Nega­ti­vem) verschont bleiben]

*[s. ΛΜΠ: {…} το "διαφεύγω" συντάσσεται με αιτιατική (πβ. διαφεύγω τον κίνδυνο, τη σύλληψη κ.λπ.)]

zB.:

• ο δράστης διέφυγε τη σύλληψη  °  der Täter entging der Verhaftung   [GF aus ΛΜΠ]

• διαφεύγω την τιμωρία  °  der Strafe entgehen  [GF aus ΛΜΠ]


b) διαφεύγει την προσοχή μου **  °  es entgeht meiner Aufmerksamkeit

**[s. ΛΜΠ: "διαφεύγει της προσοχής"; Λανθασμένη χρήση. Το σωστό: "διαφεύγει την προσοχή" // ΛΚΝ: σε λόγια σύνταξη: "διαφεύγει της προσοχής μου"]

zB.:

• το γεγονός διέφυγε την προσοχή μου  °  das Ereignis ist meiner Aufmerksamkeit ent­gangen   [GF aus ΛΜΠ]


c) μου διαφεύγει ...  °  mir entgeht … [iS von: ich übersehe ... / ich nehme nicht wahr]

zB.:

• σας διαφεύγει μια λεπτομέρεια σημαντική  °  es entgeht Ihnen (= Sie übersehen) ein wichtiges Detail   [GF aus ΛΜΠ]

• Όλα τα παρακολουθεί, τίποτε δεν του διαφεύγει.  °  Er beobachtet alles, nichts entgeht ihm.   [GF aus ΛΚΝ]

• Εγώ είδα κάτι που εκείνου τού διέφυγε.  °  Ich habe etwas gesehen, das  i h m  ent­gangen ist.


2) fliehen / entkommen [iS von: fliehen]:

• οι ληστές διέφυγαν στο εξωτερικό  °  die Räuber flohen ins Ausland   [GF aus ΛΜΠ]

• Οι κρατούμενοι κατάφεραν να διαφύγουν.  °  Den Gefangenen gelang es zu fliehen (zu entkommen).   [GF aus ΛΚΝ]


3) entweichen / austreten [Gase, Flüssigkeiten etc.]:

• διέφυγαν δηλητηριώδη αέρια  °  giftige Gase sind entwichen (ausgetreten)   [GF aus ΛΜΠ]

• διέφυγε ραδιενέργεια από τον πυρηνικό σταθμό  °  aus dem Atomkraftwerk ist Radio­akti­vität entwichen (ausgetreten)   [GF aus ΛΜΠ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΔΙΑΠΛΕΚΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...διαπλεκόμενος, -η, -ο (με) = verwoben (mit) / verflochten (mit) [zB....
  • ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΩ...διασκεδάζω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: zerstreuen [Zweifel, Befürchtungen etc.]: • [...], was meine Gewissensbisse ein bisschen zerstreute. ° [...],...
  • ΔΙΑΣΚΕΨΗ, η...διάσκεψη, η = die Konferenz / die Tagung: • η διάσκεψη κορυφής ° die Gipfelkonferenz [Anm.: auch:...
  • ΔΙΑΣΤΗΜΑ, το...διάστημα, το 1. Grundbedeutungen: a) der [räumliche] Abstand: • in einem Abstand von drei Metern ° σε διάστημα τριών μέτρων b) (auch: το χρονικό διάστημα):...
  • ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΩ...διασφαλίζω = sicherstellen / gewährleisten / garantieren ...
  • ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ, η...διασφάλιση, η = die Sicherung [zB. des Friedens] ...
  • ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟΣ, -τέα, -τέο...διατηρητέος, -τέα, -τέο = unter Denkmalschutz [Pons online] / denkmalgeschützt [Eigenübersetzung] π.χ.:...
  • ΔΙΑΤΥΠΩΝΩ...διατυπώνω Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe διατυπώνω und εκφράζω: s. unter εκφράζω ...
  • ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ, η...διατύπωση, η 1) die Formulierung 2) die Formalität s. auch die Definition für "οι διατυπώσεις":...
  • ΔΙΑΥΓΕΙΑ, η...διαύγεια, η • "[...]", σκέφτηκε σε μια στιγμή διαύγειας. ° "[...]", dachte er [der Geisteskranke] in einem hellen Moment. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
Nachher:
  • ΔΙΑΦΟΡΟΣ, -η, -ο...διάφορος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: verschieden: • για διάφορους λόγους ° aus verschiedenen (aus diversen) Gründen 2. διάφορα [hauptwörtlich]: • [......
  • ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...διαχρονικός, -ή, -ό = zeitlos: • Το έργο του Μάνου Χατζιδάκι είναι διαχρονικό,...
  • ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ, η...διαχρονικότητα, η = die Zeitlosigkeit:...
  • ΔΙΑΧΥΤΟΣ, -η, -ο...διάχυτος, -η, -ο • υπάρχει [...] μια διάχυτη θλίψη στα χαρακτηριστικά ° es ist [......
  • ΔΙΑΨΕΥΔΩ...διαψεύδω 1) dementieren: • Εκπρόσωπος του Ναυτικού διαψεύδει επισήμως ότι ναυτικοί έχουν χάσει τη ζωή τους. Ein Vertreter der Marine dementiert offizi­ell,...
  • ΔΙΕΘΝΗΣ, -ής, -ές...διεθνής, -ής, -ές = international Deklination: Maskulinum + Femininum Neutrum Nom. διεθνής διεθνές Gen. διεθνούς διεθνούς Akk. διεθνή διεθνές Vok....
  • ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ, η...διεργασία, η = der Vorgang [zB.: Vorgänge im Körper, die eine bestimmte Krankheit auslösen; Vorgänge im Bereich der Universitäten, die zu Streiks etc....
  • ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ, η...διευθέτηση, η 1) die Beilegung:...
  • ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ, η...διευκόλυνση, η 1) die Erleichterung 2) die Vergünstigung – zB.:...