διατηρητέος, -τέα, -τέο
= unter Denkmalschutz [Pons online] / denkmalgeschützt [Eigenübersetzung]
π.χ.:
• η διατηρητέα παλιά πόλη ° die unter Denkmalschutz stehende (die denkmalgeschützte) Altstadt
• κτίρια που έχουν κριθεί διατηρητέα ° Gebäude, die für denkmalgeschützt erklärt wurden (die unter Denkmalschutz gestellt wurden)
• Το κτίσμα αυτό πρέπει να σωθεί. [...] Η Κοινότητα ζητά, δύο χρόνια τώρα, την αναπαλαίωση του κτιρίου και την παραχώρησή του για πνευματικό κέντρο, αλλά δεν έχει πάρει απάντηση. Απάντηση δεν έχει πάρει ούτε στο αίτημά της να χαρακτηριστεί διατηρητέο το πανέμορφο αυτό κτίσμα.
Weitere Wörter:
Vorher
- ΔΙΑΜΟΝΗ, η...διαμονή, η Zum Bedeutungsunterschied διαμονή – παραμονή [Αναγνωστοπούλου, σ. 64]: - διαμονή:...
- ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ...διαμορφώνω 1. [aktiv]: [u.a.:] gestalten – zB.: • ήμουν αποφασισμένη να διαμορφώσω τη ζωή μου όπως εγώ την ήθελα ° ich [weibl.] war entschlossen,...
- ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ, η...διαμόρφωση, η 1) die Entstehung:...
- ΔΙΑΝΟΙΑ, η...διάνοια, η ούτε κατά διάνοια: • καμία από τις μετέπειτα εργασίες του δεν έφτασε ούτε κατά διάνοια τη δημοσιότητα που είχε πάρει το "[......
- ΔΙΑΠΛΕΚΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...διαπλεκόμενος, -η, -ο (με) = verwoben (mit) / verflochten (mit) [zB....
- ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΩ...διασκεδάζω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: zerstreuen [Zweifel, Befürchtungen etc.]: • [...], was meine Gewissensbisse ein bisschen zerstreute. ° [...],...
- ΔΙΑΣΚΕΨΗ, η...διάσκεψη, η = die Konferenz / die Tagung: • η διάσκεψη κορυφής ° die Gipfelkonferenz [Anm.: auch:...
- ΔΙΑΣΤΗΜΑ, το...διάστημα, το 1. Grundbedeutungen: a) der [räumliche] Abstand: • in einem Abstand von drei Metern ° σε διάστημα τριών μέτρων b) (auch: το χρονικό διάστημα):...
- ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΩ...διασφαλίζω = sicherstellen / gewährleisten / garantieren ...
- ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ, η...διασφάλιση, η = die Sicherung [zB. des Friedens] ...
Nachher:
- ΔΙΑΤΥΠΩΝΩ...διατυπώνω Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe διατυπώνω und εκφράζω: s. unter εκφράζω ...
- ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ, η...διατύπωση, η 1) die Formulierung 2) die Formalität s. auch die Definition für "οι διατυπώσεις":...
- ΔΙΑΥΓΕΙΑ, η...διαύγεια, η • "[...]", σκέφτηκε σε μια στιγμή διαύγειας. ° "[...]", dachte er [der Geisteskranke] in einem hellen Moment. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
- ΔΙΑΦΕΥΓΩ...διαφεύγω 1) entgehen: a) διαφεύγω + Akk. * ° (einer Sache) entgehen / entkommen [sc.: von etwas (Negativem) verschont bleiben] *[s. ΛΜΠ:...
- ΔΙΑΦΟΡΟΣ, -η, -ο...διάφορος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: verschieden: • για διάφορους λόγους ° aus verschiedenen (aus diversen) Gründen 2. διάφορα [hauptwörtlich]: • [......
- ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...διαχρονικός, -ή, -ό = zeitlos: • Το έργο του Μάνου Χατζιδάκι είναι διαχρονικό,...
- ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ, η...διαχρονικότητα, η = die Zeitlosigkeit:...
- ΔΙΑΧΥΤΟΣ, -η, -ο...διάχυτος, -η, -ο • υπάρχει [...] μια διάχυτη θλίψη στα χαρακτηριστικά ° es ist [......
- ΔΙΑΨΕΥΔΩ...διαψεύδω 1) dementieren: • Εκπρόσωπος του Ναυτικού διαψεύδει επισήμως ότι ναυτικοί έχουν χάσει τη ζωή τους. Ein Vertreter der Marine dementiert offiziell,...