διάφορος, -η, -ο
1. Grundbedeutung: verschieden:
• για διάφορους λόγους ° aus verschiedenen (aus diversen) Gründen
2. διάφορα [hauptwörtlich]:
• [...] λέγοντάς του διάφορα και βάζοντας συνέχεια μπίρα στο ποτήρι του. |
[...], man erzählte ihm alles mögliche [um ihn zu trösten] und goss ihm dauernd Bier ein. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• αυτό τον πεισματάρη που αργότερα συνέχισε να λέει διάφορα |
diesen Sturkopf [...], der später noch allerlei von sich gab [= sagte] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Κι άρχισαν τώρα οι άλλοι να τον ρωτάνε διάφορα. |
Die anderen stellten Archibald [wörtl.: ihm] jetzt allerlei Fragen. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• [...], ούτε βέβαια η μεγάλη Ιουλία, [...], που εδώ και κάτι φεγγάρια είχε αρχίσει να ψελλίζει τα διάφορα ... |
[...], noch [= auch nicht] bei der großen Ioulía, […], die seit einigen Monden dies und das zu stammeln begonnen hatte. [Anm.: τα διάφορα!] |
Weitere Wörter:
- ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΩ...διασκεδάζω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: zerstreuen [Zweifel, Befürchtungen etc.]: • [...], was meine Gewissensbisse ein bisschen zerstreute. ° [...],...
- ΔΙΑΣΚΕΨΗ, η...διάσκεψη, η = die Konferenz / die Tagung: • η διάσκεψη κορυφής ° die Gipfelkonferenz [Anm.: auch:...
- ΔΙΑΣΤΗΜΑ, το...διάστημα, το 1. Grundbedeutungen: a) der [räumliche] Abstand: • in einem Abstand von drei Metern ° σε διάστημα τριών μέτρων b) (auch: το χρονικό διάστημα):...
- ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΩ...διασφαλίζω = sicherstellen / gewährleisten / garantieren ...
- ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ, η...διασφάλιση, η = die Sicherung [zB. des Friedens] ...
- ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟΣ, -τέα, -τέο...διατηρητέος, -τέα, -τέο = unter Denkmalschutz [Pons online] / denkmalgeschützt [Eigenübersetzung] π.χ.:...
- ΔΙΑΤΥΠΩΝΩ...διατυπώνω Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe διατυπώνω und εκφράζω: s. unter εκφράζω ...
- ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ, η...διατύπωση, η 1) die Formulierung 2) die Formalität s. auch die Definition für "οι διατυπώσεις":...
- ΔΙΑΥΓΕΙΑ, η...διαύγεια, η • "[...]", σκέφτηκε σε μια στιγμή διαύγειας. ° "[...]", dachte er [der Geisteskranke] in einem hellen Moment. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
- ΔΙΑΦΕΥΓΩ...διαφεύγω 1) entgehen: a) διαφεύγω + Akk. * ° (einer Sache) entgehen / entkommen [sc.: von etwas (Negativem) verschont bleiben] *[s. ΛΜΠ:...
- ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...διαχρονικός, -ή, -ό = zeitlos: • Το έργο του Μάνου Χατζιδάκι είναι διαχρονικό,...
- ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ, η...διαχρονικότητα, η = die Zeitlosigkeit:...
- ΔΙΑΧΥΤΟΣ, -η, -ο...διάχυτος, -η, -ο • υπάρχει [...] μια διάχυτη θλίψη στα χαρακτηριστικά ° es ist [......
- ΔΙΑΨΕΥΔΩ...διαψεύδω 1) dementieren: • Εκπρόσωπος του Ναυτικού διαψεύδει επισήμως ότι ναυτικοί έχουν χάσει τη ζωή τους. Ein Vertreter der Marine dementiert offiziell,...
- ΔΙΕΘΝΗΣ, -ής, -ές...διεθνής, -ής, -ές = international Deklination: Maskulinum + Femininum Neutrum Nom. διεθνής διεθνές Gen. διεθνούς διεθνούς Akk. διεθνή διεθνές Vok....
- ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ, η...διεργασία, η = der Vorgang [zB.: Vorgänge im Körper, die eine bestimmte Krankheit auslösen; Vorgänge im Bereich der Universitäten, die zu Streiks etc....
- ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ, η...διευθέτηση, η 1) die Beilegung:...
- ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ, η...διευκόλυνση, η 1) die Erleichterung 2) die Vergünstigung – zB.:...
- ΔΙΚΑΖΩ...δικάζω 1.1) [jemanden] vor Gericht stellen / [jemandem] den Prozess machen // [bzw. passiv auch:] vor Gericht kommen / vor Gericht stehen [etc.]: a) [aktiv]:...