διασκεδάζω


1. Grundbedeutungen:

a) [transitiv]: zerstreuen [Zweifel, Befürchtungen etc.]:

• [...], was meine Gewissensbisse ein bisschen zerstreute.  °  [...], πράγμα που διασκέ­δαζε λίγο τις τύψεις μου.

b) [transitiv]: [jemanden] unterhalten:

• δεν με διασκεδάζουν οι ταινίες με βία  °  Filme mit Gewalt(szenen) unterhalten mich nicht

c) sich unterhalten, sich vergnügen, sich amüsieren [sc. mit reflexiver Bedeutung im Deutschen]:

• τα Σαββατοκύριακα βγαίνουμε έξω να διασκεδά­σουμε

an den Wochenenden gehen wir aus, um uns zu unterhalten (uns zu amüsieren)

• διασκεδάζω προκειμένου να λησμονήσω τη λύπη μου [Definition des Ausdrucks "ξεδίνω" in einem griech. Wörterbuch]

ich vergnüge mich, um meinen Kummer zu vergessen   [Eigenübersetzung]

• "Επίσης", σκέφτηκε διασκεδάζοντας με τον εαυτό του, "είμαι δειλός – κι η δειλία είναι κάτι που μ’ αρέ­σει."

"Und außerdem", dachte er, über sich selbst amüsiert [wörtl.: sich über sich selbst amüsierend], "bin ich ein Feigling – und Feigheit ist etwas, was mir zusagt".

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο (dort ohne Anführungszeichen)]

[Anm.: s. auch Z 2.1]


2.1. διασκεδάζω + Akk. (in Umkehr zu: με διασκεδάζει ο/η/το ...)  =  sich amüsieren über // Spaß haben an [usw.] 

z.B.:

• Σκέφτηκε ότι αν ήταν εδώ ο Σιντ, μπορεί και να διασκέδαζαν την κατάσταση.

Sie dachte, wenn Sid hier wäre, hätten sie sich über diese Situation hier vielleicht sogar amüsiert.    [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• [...], μια κι όλοι οι άλλοι της παρέας ήξεραν καλά – και το διασκέδαζαν – πως ποτέ δεν πλήρωσε ο μπαρμπα-Τζωρτζ αυτές τις πέντε λίρες

[...], denn alle anderen aus der Clique wussten natürlich genau und amüsierten sich darüber, dass der alte George diese fünf Pfund pro Woche nie bezahlte [die er als Mietzahlung versprochen hatte]

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Ψάχνω πολύ απλά έναν άντρα που να έχει φαντα­σία, να του αρέσει η συζήτηση, να διασκεδάζει τη ζωή [...]

Ich suche ganz einfach einen Mann, der phantasie­voll ist, gern gute Gespräche führt, der Spaß am Leben hat [...]

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Όλοι τον κοιτάζουν με γελαστά πρόσω­πα, όλοι δείχνουν να διασκεδάζουν τη δουλειά.

Alle [Arbeiter] blicken mit lächelnden Gesichtern zu ihm auf, allen scheint die Arbeit Spaß zu machen.    

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]


2.2. το διασκεδάζω  =  ευθυμώ, ευχαριστιέμαι με κτ. [aus einem gr. Wörter­buch] // sich amü­sie­ren [Pons online]

π.χ.:

• Σ’ εσένα μπορεί να φαίνεται ταλαιπωρία, αλλά τα παιδιά το διασκεδάζουν αφάντα­στα όταν πέφτει χιόνι.  [aus einem gr. Wörter­buch]

"sich amüsieren", "Spaß daran haben" usw.

• Η Μαρία το διασκέδασε πολύ όταν έπλυνε μόνη της τα χέρια της.

Maria [Kinder­gar­ten­kind] hatte großen Spaß daran, sich [heute] selbstständig die Hände zu waschen. 

[DF+GF aus: Hueber-Kita]

• Και κοιτάξτε να το διασκεδάσετε.

Und schaut, dass ihr ~Spaß habt. / Und schaut, dass ihr euch ~gut unterhält. [in der Zeit, in der ihr zusam­men Urlaub macht]     [Eigenübersetzung]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, η...διαδικασία, η = [u.a.:] der Vorgang / der Prozess [Euro-Wb] // die Prozedur [Pons] // der Ablauf [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
  • ΔΙΑΘΕΣΗ, η...διάθεση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Stimmung, die Lust, die Laune, die Verfassung: • Μου ήρθε η διάθεση να ζωγραφίσω....
  • ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ, η...διακίνηση, η 1) der Verkehr [iS von: Bewegung, Transfer (von Kapital, Wirtschaftsgütern etc.)]:...
  • ΔΙΑΚΙΝΩ...διακινώ (-είς) 1) vertreiben / verkaufen [eine Ware] / handeln [mit einer Ware]: • οι ίδιοι [οι κρεοπώλες] διαφημίζουν [......
  • ΔΙΑΚΡΙΝΩ...διακρίνω [(gegebenenfalls) übersetzbar mit:] sehen können / ausnehmen können [zB. im Nebel] ...
  • ΔΙΑΜΟΝΗ, η...διαμονή, η Zum Bedeutungsunterschied διαμονή – παραμονή [Αναγνωστοπούλου, σ. 64]: - διαμονή:...
  • ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ...διαμορφώνω 1. [aktiv]: [u.a.:] gestalten – zB.: • ήμουν αποφασισμένη να διαμορφώσω τη ζωή μου όπως εγώ την ήθελα ° ich [weibl.] war entschlossen,...
  • ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ, η...διαμόρφωση, η 1) die Entstehung:...
  • ΔΙΑΝΟΙΑ, η...διάνοια, η ούτε κατά διάνοια: • καμία από τις μετέπειτα εργασίες του δεν έφτασε ούτε κατά διάνοια τη δημοσιότητα που είχε πάρει το "[......
  • ΔΙΑΠΛΕΚΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...διαπλεκόμενος, -η, -ο (με) = verwoben (mit) / verflochten (mit) [zB....
Nachher:
  • ΔΙΑΣΚΕΨΗ, η...διάσκεψη, η = die Konferenz / die Tagung: • η διάσκεψη κορυφής ° die Gipfelkonferenz [Anm.: auch:...
  • ΔΙΑΣΤΗΜΑ, το...διάστημα, το 1. Grundbedeutungen: a) der [räumliche] Abstand: • in einem Abstand von drei Metern ° σε διάστημα τριών μέτρων b) (auch: το χρονικό διάστημα):...
  • ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΩ...διασφαλίζω = sicherstellen / gewährleisten / garantieren ...
  • ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ, η...διασφάλιση, η = die Sicherung [zB. des Friedens] ...
  • ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟΣ, -τέα, -τέο...διατηρητέος, -τέα, -τέο = unter Denkmalschutz [Pons online] / denkmalgeschützt [Eigenübersetzung] π.χ.:...
  • ΔΙΑΤΥΠΩΝΩ...διατυπώνω Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe διατυπώνω und εκφράζω: s. unter εκφράζω ...
  • ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ, η...διατύπωση, η 1) die Formulierung 2) die Formalität s. auch die Definition für "οι διατυπώσεις":...
  • ΔΙΑΥΓΕΙΑ, η...διαύγεια, η • "[...]", σκέφτηκε σε μια στιγμή διαύγειας. ° "[...]", dachte er [der Geisteskranke] in einem hellen Moment. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
  • ΔΙΑΦΕΥΓΩ...διαφεύγω 1) entgehen: a) διαφεύγω + Akk. * ° (einer Sache) entgehen / entkommen [sc.: von etwas (Nega­ti­vem) verschont bleiben] *[s. ΛΜΠ:...