διακίνηση, η


1) der Verkehr [iS von: Bewegung, Transfer (von Kapital, Wirtschaftsgütern etc.)]:

• η ελεύθερη διακίνηση (των) κεφαλαίων  °  der freie Kapitalverkehr [zB. innerhalb der EG-Staaten seit 1990]


2) der Vertrieb / der Verkauf [einer Ware] / der Handel [mit einer Ware]:

• η διακίνηση ναρκωτικών  °  der Drogenhandel

• Η διακίνηση του κρέατος γίνεται από δύο βασικούς πόλους: από τη μία πλευρά βρίσκονται τα γνωστά παραδοσιακά κρεοπωλεία και από την άλλη πλευρά αρκετές αλυσίδες σουπερμάρκετ που συνήθως πουλάνε τυποποιημένο και συσκευασμένο κρέας. [aus einem Artikel in der Zeitung "Το Βήμα" v. 12.10.2003 über den Fleisch­konsum in Griechenland*]

*[vgl. auch die Überschrift dieses Zeitungsartikels:

"Όλη η αλήθεια για το κρέας 

Τι και πόσο καταναλώνουμε, ποιοι παράγουν και ποιοι διακινούν τα προϊόντα"]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, η...δεοντολογία, η = ~das moralisch Gebotene / der Anstand / die Moralgesetze / die Regeln des An­stands etc. // ~das Standesethos zB.:...
  • ΔΕΟΣ, το...δέος, το συναίσθημα θαυμασμού, σεβασμού, συχνά και φόβου [ΛΓΥΜ] π.χ.: • Ένιωσαν δέος μέσα στον μεγαλοπρεπή ναό. [ΛΓΥΜ] • Τα μωρά τους,...
  • ΔΕΡΝΩ...δέρνω • το παράπονο του μουσικού για τη φτώχεια που τον δέρνει ° die Klage des Musikers über die Armut,...
  • ΔΕΧΟΜΑΙ...δέχομαι 1) annehmen, akzeptieren (+ verwandte Bedeutungen): • [...] αλλά ποιος τάχα είναι αθώος; "Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω....
  • ΔΗΘΕΝ...δήθεν 1. [als Adverb oder Adjektiv]: vorgeblich, gespielt, vermeintlich [etc.]: • η μια γυναίκα έλεγε, δήθεν σιγανά για να μην την ακούνε οι γύρω: ["......
  • ΔΗΛΑΔΗ...δηλαδή 1) nämlich, also, das heißt: • Ο Γιάννης εξαίρει την αξία ενός είδους που τοποθετείται μεταξύ της τραγωδίας και της κωμωδίας, δηλαδή του δράματος....
  • ΔΗΜΟΦΙΛΙΑ, η...δημοφιλία, η Zur Fragwürdigkeit (und nach Ansicht mancher: Unzulässigkeit) der Verwendung des Begriffs (anstelle von: η δημοτικότητα [= die Beliebtheit,...
  • ΔΙΑ...διά 1. διά ζώσης ° by word of mouth [= mündlich / in mündlicher Form)] [magenta.gr] 2. διά παντός ° für immer ...
  • ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, η...διαδικασία, η = [u.a.:] der Vorgang / der Prozess [Euro-Wb] // die Prozedur [Pons] // der Ablauf [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
  • ΔΙΑΘΕΣΗ, η...διάθεση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Stimmung, die Lust, die Laune, die Verfassung: • Μου ήρθε η διάθεση να ζωγραφίσω....
Nachher:
  • ΔΙΑΚΙΝΩ...διακινώ (-είς) 1) vertreiben / verkaufen [eine Ware] / handeln [mit einer Ware]: • οι ίδιοι [οι κρεοπώλες] διαφημίζουν [......
  • ΔΙΑΚΡΙΝΩ...διακρίνω [(gegebenenfalls) übersetzbar mit:] sehen können / ausnehmen können [zB. im Nebel] ...
  • ΔΙΑΜΟΝΗ, η...διαμονή, η Zum Bedeutungsunterschied διαμονή – παραμονή [Αναγνωστοπούλου, σ. 64]: - διαμονή:...
  • ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ...διαμορφώνω 1. [aktiv]: [u.a.:] gestalten – zB.: • ήμουν αποφασισμένη να διαμορφώσω τη ζωή μου όπως εγώ την ήθελα ° ich [weibl.] war entschlossen,...
  • ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ, η...διαμόρφωση, η 1) die Entstehung:...
  • ΔΙΑΝΟΙΑ, η...διάνοια, η ούτε κατά διάνοια: • καμία από τις μετέπειτα εργασίες του δεν έφτασε ούτε κατά διάνοια τη δημοσιότητα που είχε πάρει το "[......
  • ΔΙΑΠΛΕΚΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...διαπλεκόμενος, -η, -ο (με) = verwoben (mit) / verflochten (mit) [zB....
  • ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΩ...διασκεδάζω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: zerstreuen [Zweifel, Befürchtungen etc.]: • [...], was meine Gewissensbisse ein bisschen zerstreute. ° [...],...
  • ΔΙΑΣΚΕΨΗ, η...διάσκεψη, η = die Konferenz / die Tagung: • η διάσκεψη κορυφής ° die Gipfelkonferenz [Anm.: auch:...