δημοφιλία, η


Zur Fragwürdigkeit (und nach Ansicht mancher: Unzulässigkeit) der Verwendung des Begriffs (anstelle von: η δημοτικότητα [= die Beliebtheit, die Popularität]):

a) [Λευτέρης Παπαδόπουλος, "Τα Νέα", 19.1.2004]:

Ακούω, συνεχώς, στα τηλεπαράθυρα, τη λέξη «δημοφιλία». Πενήντα χρόνια δημοσιο­γράφος δεν τη διάβασα, δεν την έγραψα και δεν την άκουσα ποτέ! Για μένα αυτή η λέξη – όπως και για τον Μπαμπινιώτη, τον Δρομπαράκη [Anm.: sic!] και το «Λεξικό της κοινής νεο­ελληνικής» – δεν υπάρχει. (Υπάρχει, όμως, για τον Κριαρά και το «Μείζον ελληνικό Λεξικό»). Επειδή, λοιπόν, τα πράγματα είναι μπερδεμένα, γιατί δεν παρατάμε τη «δημοφιλία», που φέρνει στην «αστυφιλία», τη «λυκοφιλία», την «αιμοφιλία» και άλλα συναφή, χάριν της καθιερωμένης λέξης «δημοτικότητα»; Ψιλά γράμματα, βέβαια...


b) [Α. Παππάς, Υπο-γλώσσια Β', S. 168]:

Ένας πολιτικός, καλλιτέχνης, κ.λπ. μπορεί να είναι πράγματι δημοφιλής, αλλά αυτό δεν σημαίνει και ότι έχει "δημοφιλία". […] [...], αν υπήρχε η λέξη δημο­φιλία/λαοφιλία, θα έπρεπε να σημαίνει όχι εκείνον που τον εκτιμά ο δήμος/λαός, αλλά εκείνον ο οποίος αγαπά ιδιαίτερα τον δήμο/λαό.


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΔΕΚΑΔΕΣ...δεκάδες [als Adjektiv]: • [...], ο Βάγκαλης στεκόταν ανάμεσα σε δεκάδες αποτσίγαρα· αν δεν ήταν δεκάδες, ήταν τουλάχιστον δέκα. ° [...],...
  • ΔΕΚΑΤΡΙΑΡΙ, το...δεκατριάρι, το (το 13άρι) = der "Dreizehner" [im Toto] [entspricht dem "Zwölfer" in Österreich - vgl. zB. Abbildung und Text in "Τα Νέα" v. 26.9.1986, S....
  • ΔΕΝ...δεν Übersicht: 1. Schreibweisen "δεν" und "δε": zur Sinnhaftigkeit der konsequenten Verwen­dung von "δεν" 2. είμαι (και) δεν είμαι // [bzw. allgemein:...
  • ΔΕΝΩ...δένω 1. (transitive) Grundbedeutungen: (etwas) binden (an) / anbinden / zubinden / verbinden [etc.] 2. Beispiele für die intransitive Verwendung:...
  • ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, η...δεοντολογία, η = ~das moralisch Gebotene / der Anstand / die Moralgesetze / die Regeln des An­stands etc. // ~das Standesethos zB.:...
  • ΔΕΟΣ, το...δέος, το συναίσθημα θαυμασμού, σεβασμού, συχνά και φόβου [ΛΓΥΜ] π.χ.: • Ένιωσαν δέος μέσα στον μεγαλοπρεπή ναό. [ΛΓΥΜ] • Τα μωρά τους,...
  • ΔΕΡΝΩ...δέρνω • το παράπονο του μουσικού για τη φτώχεια που τον δέρνει ° die Klage des Musikers über die Armut,...
  • ΔΕΧΟΜΑΙ...δέχομαι 1) annehmen, akzeptieren (+ verwandte Bedeutungen): • [...] αλλά ποιος τάχα είναι αθώος; "Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω....
  • ΔΗΘΕΝ...δήθεν 1. [als Adverb oder Adjektiv]: vorgeblich, gespielt, vermeintlich [etc.]: • η μια γυναίκα έλεγε, δήθεν σιγανά για να μην την ακούνε οι γύρω: ["......
  • ΔΗΛΑΔΗ...δηλαδή 1) nämlich, also, das heißt: • Ο Γιάννης εξαίρει την αξία ενός είδους που τοποθετείται μεταξύ της τραγωδίας και της κωμωδίας, δηλαδή του δράματος....
Nachher:
  • ΔΙΑ...διά 1. διά ζώσης ° by word of mouth [= mündlich / in mündlicher Form)] [magenta.gr] 2. διά παντός ° für immer ...
  • ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, η...διαδικασία, η = [u.a.:] der Vorgang / der Prozess [Euro-Wb] // die Prozedur [Pons] // der Ablauf [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
  • ΔΙΑΘΕΣΗ, η...διάθεση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Stimmung, die Lust, die Laune, die Verfassung: • Μου ήρθε η διάθεση να ζωγραφίσω....
  • ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ, η...διακίνηση, η 1) der Verkehr [iS von: Bewegung, Transfer (von Kapital, Wirtschaftsgütern etc.)]:...
  • ΔΙΑΚΙΝΩ...διακινώ (-είς) 1) vertreiben / verkaufen [eine Ware] / handeln [mit einer Ware]: • οι ίδιοι [οι κρεοπώλες] διαφημίζουν [......
  • ΔΙΑΚΡΙΝΩ...διακρίνω [(gegebenenfalls) übersetzbar mit:] sehen können / ausnehmen können [zB. im Nebel] ...
  • ΔΙΑΜΟΝΗ, η...διαμονή, η Zum Bedeutungsunterschied διαμονή – παραμονή [Αναγνωστοπούλου, σ. 64]: - διαμονή:...
  • ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ...διαμορφώνω 1. [aktiv]: [u.a.:] gestalten – zB.: • ήμουν αποφασισμένη να διαμορφώσω τη ζωή μου όπως εγώ την ήθελα ° ich [weibl.] war entschlossen,...
  • ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ, η...διαμόρφωση, η 1) die Entstehung:...