διά


1. διά ζώσης  °  by word of mouth [= mündlich / in mündlicher Form)]   [magenta.gr]


2. διά παντός  °  für immer

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΔΕΚΑΤΡΙΑΡΙ, το...δεκατριάρι, το (το 13άρι) = der "Dreizehner" [im Toto] [entspricht dem "Zwölfer" in Österreich - vgl. zB. Abbildung und Text in "Τα Νέα" v. 26.9.1986, S....
  • ΔΕΝ...δεν Übersicht: 1. Schreibweisen "δεν" und "δε": zur Sinnhaftigkeit der konsequenten Verwen­dung von "δεν" 2. είμαι (και) δεν είμαι // [bzw. allgemein:...
  • ΔΕΝΩ...δένω 1. (transitive) Grundbedeutungen: (etwas) binden (an) / anbinden / zubinden / verbinden [etc.] 2. Beispiele für die intransitive Verwendung:...
  • ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, η...δεοντολογία, η = ~das moralisch Gebotene / der Anstand / die Moralgesetze / die Regeln des An­stands etc. // ~das Standesethos zB.:...
  • ΔΕΟΣ, το...δέος, το συναίσθημα θαυμασμού, σεβασμού, συχνά και φόβου [ΛΓΥΜ] π.χ.: • Ένιωσαν δέος μέσα στον μεγαλοπρεπή ναό. [ΛΓΥΜ] • Τα μωρά τους,...
  • ΔΕΡΝΩ...δέρνω • το παράπονο του μουσικού για τη φτώχεια που τον δέρνει ° die Klage des Musikers über die Armut,...
  • ΔΕΧΟΜΑΙ...δέχομαι 1) annehmen, akzeptieren (+ verwandte Bedeutungen): • [...] αλλά ποιος τάχα είναι αθώος; "Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω....
  • ΔΗΘΕΝ...δήθεν 1. [als Adverb oder Adjektiv]: vorgeblich, gespielt, vermeintlich [etc.]: • η μια γυναίκα έλεγε, δήθεν σιγανά για να μην την ακούνε οι γύρω: ["......
  • ΔΗΛΑΔΗ...δηλαδή 1) nämlich, also, das heißt: • Ο Γιάννης εξαίρει την αξία ενός είδους που τοποθετείται μεταξύ της τραγωδίας και της κωμωδίας, δηλαδή του δράματος....
  • ΔΗΜΟΦΙΛΙΑ, η...δημοφιλία, η Zur Fragwürdigkeit (und nach Ansicht mancher: Unzulässigkeit) der Verwendung des Begriffs (anstelle von: η δημοτικότητα [= die Beliebtheit,...
Nachher:
  • ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, η...διαδικασία, η = [u.a.:] der Vorgang / der Prozess [Euro-Wb] // die Prozedur [Pons] // der Ablauf [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
  • ΔΙΑΘΕΣΗ, η...διάθεση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Stimmung, die Lust, die Laune, die Verfassung: • Μου ήρθε η διάθεση να ζωγραφίσω....
  • ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ, η...διακίνηση, η 1) der Verkehr [iS von: Bewegung, Transfer (von Kapital, Wirtschaftsgütern etc.)]:...
  • ΔΙΑΚΙΝΩ...διακινώ (-είς) 1) vertreiben / verkaufen [eine Ware] / handeln [mit einer Ware]: • οι ίδιοι [οι κρεοπώλες] διαφημίζουν [......
  • ΔΙΑΚΡΙΝΩ...διακρίνω [(gegebenenfalls) übersetzbar mit:] sehen können / ausnehmen können [zB. im Nebel] ...
  • ΔΙΑΜΟΝΗ, η...διαμονή, η Zum Bedeutungsunterschied διαμονή – παραμονή [Αναγνωστοπούλου, σ. 64]: - διαμονή:...
  • ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ...διαμορφώνω 1. [aktiv]: [u.a.:] gestalten – zB.: • ήμουν αποφασισμένη να διαμορφώσω τη ζωή μου όπως εγώ την ήθελα ° ich [weibl.] war entschlossen,...
  • ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ, η...διαμόρφωση, η 1) die Entstehung:...
  • ΔΙΑΝΟΙΑ, η...διάνοια, η ούτε κατά διάνοια: • καμία από τις μετέπειτα εργασίες του δεν έφτασε ούτε κατά διάνοια τη δημοσιότητα που είχε πάρει το "[......