δένω


1. (transitive) Grundbedeutungen:

(etwas) binden (an) / anbinden / zubinden / verbinden [etc.]


2. Beispiele für die intransitive Verwendung:

• Φοράει ένα άσπρο μπικίνι με γαλάζιες ρίγες που δένει με σκοινιά στους γοφούς.  °  Sie trägt einen weißen Bikini mit hellblauen Streifen, der mit Bändern über den Hüften zu­sam­mengehalten wird.   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• στο σημείο όπου έδενε το ατμόπλοιο του Δούναβη από τη Βουδαπέστη  °  an der [Wie­ner] Anlegestelle des Donaudampfers aus Budapest [= an der Stelle, wo der Donau­dampfer aus Budapest anlegte]   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]


3. δένομαι (με κάποιον / κάτι):

• Είχα ακούσει πολλές φορές πως δένονται πιο πολύ με το σπίτι στο οποίο ζουν παρά μ’ έναν άνθρωπο.

Es hieß ja immer [wörtl.: Ich hatte oft gehört], sie [sc. Katzen] hingen mehr am Haus [in dem sie leben] als an einem Menschen.  [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

• Με τον καιρό [ο Τίγρης (γάτος)] έγινε η γάτα μου, γιατί η μάνα του δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση μαζί του πια και ο Λουξ δείλιαζε μπροστά στα κοφτερά του νύχια. Έτσι δέθηκε πάρα πολύ μ’ εμένα και με μεταχειριζόταν άλλοτε σαν υποκατάστατο της μάνας του κι άλλοτε σαν σύντροφό του για να καβγαδίζει.

Mit der Zeit wurde er [sc. "Tiger" (Kater)] meine Katze, weil seine Mutter nichts mehr von ihm wissen wollte und Luchs [Hund] seine scharfen Krallen scheute. So schloss er sich ganz an mich an und be­han­delte mich abwechselnd als Ersatzmutter oder Raufkumpan.  [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΔΕ [Konjunktion]...δε [Konjunktion (σύνδεσμος) – zu unterscheiden vom Verneinungspartikel (αρνητικό μόριο) "δεν" (bzw. "δε")!] 1. Bedeutung [ΛΜΠ]: χρησιμοποιείται 1.1....
  • ΔΕΔΟΜΕΝΟ, το...δεδομένο, το • [...] και χαράμιζε, για τα δικά του δεδομένα, το χρόνο του ράβοντας. ° ......
  • ΔΕΔΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...δεδομένος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Γιατί το κορίτσι θα τον κάρφωνε, αυτό ήταν δεδομένο. ° Denn das Mädchen würde ihn anschwärzen, soviel war sicher. [GF+DF aus:...
  • ΔΕΙΛΟΣ, -ή, -ό...δειλός, -ή, -ό = 1) feig // 2) schüchtern ...
  • ΔΕΙΝΑ, τα...δεινά, τα = μεγάλα βάσανα, συμφορές [ΛΜΠ] π.χ.: • τα ξεχωριστά δεινά που τους βρήκαν αυτά τα χρόνια ° alle die Schick­sals­schläge,...
  • ΔΕΙΝΟΣ, -ή, -ό...δεινός, -ή, -ό • οι βουλευτές ήταν [...] δεινοί καπνιστές ° die Deputierten [= Abgeordneten] waren […] große Raucher [DF+GF aus:...
  • ΔΕΙΧΝΩ...δείχνω 1) zeigen 2) aussehen [sc. "wirken" in optischer Hinsicht]: • Δείχνεις κουρασμένος. Du [männl.] siehst müde aus. • έκανε ό,...
  • ΔΕΚΑΔΕΣ...δεκάδες [als Adjektiv]: • [...], ο Βάγκαλης στεκόταν ανάμεσα σε δεκάδες αποτσίγαρα· αν δεν ήταν δεκάδες, ήταν τουλάχιστον δέκα. ° [...],...
  • ΔΕΚΑΤΡΙΑΡΙ, το...δεκατριάρι, το (το 13άρι) = der "Dreizehner" [im Toto] [entspricht dem "Zwölfer" in Österreich - vgl. zB. Abbildung und Text in "Τα Νέα" v. 26.9.1986, S....
  • ΔΕΝ...δεν Übersicht: 1. Schreibweisen "δεν" und "δε": zur Sinnhaftigkeit der konsequenten Verwen­dung von "δεν" 2. είμαι (και) δεν είμαι // [bzw. allgemein:...
Nachher:
  • ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, η...δεοντολογία, η = ~das moralisch Gebotene / der Anstand / die Moralgesetze / die Regeln des An­stands etc. // ~das Standesethos zB.:...
  • ΔΕΟΣ, το...δέος, το συναίσθημα θαυμασμού, σεβασμού, συχνά και φόβου [ΛΓΥΜ] π.χ.: • Ένιωσαν δέος μέσα στον μεγαλοπρεπή ναό. [ΛΓΥΜ] • Τα μωρά τους,...
  • ΔΕΡΝΩ...δέρνω • το παράπονο του μουσικού για τη φτώχεια που τον δέρνει ° die Klage des Musikers über die Armut,...
  • ΔΕΧΟΜΑΙ...δέχομαι 1) annehmen, akzeptieren (+ verwandte Bedeutungen): • [...] αλλά ποιος τάχα είναι αθώος; "Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω....
  • ΔΗΘΕΝ...δήθεν 1. [als Adverb oder Adjektiv]: vorgeblich, gespielt, vermeintlich [etc.]: • η μια γυναίκα έλεγε, δήθεν σιγανά για να μην την ακούνε οι γύρω: ["......
  • ΔΗΛΑΔΗ...δηλαδή 1) nämlich, also, das heißt: • Ο Γιάννης εξαίρει την αξία ενός είδους που τοποθετείται μεταξύ της τραγωδίας και της κωμωδίας, δηλαδή του δράματος....
  • ΔΗΜΟΦΙΛΙΑ, η...δημοφιλία, η Zur Fragwürdigkeit (und nach Ansicht mancher: Unzulässigkeit) der Verwendung des Begriffs (anstelle von: η δημοτικότητα [= die Beliebtheit,...
  • ΔΙΑ...διά 1. διά ζώσης ° by word of mouth [= mündlich / in mündlicher Form)] [magenta.gr] 2. διά παντός ° für immer ...
  • ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, η...διαδικασία, η = [u.a.:] der Vorgang / der Prozess [Euro-Wb] // die Prozedur [Pons] // der Ablauf [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...