δεοντολογία, η
= ~das moralisch Gebotene / der Anstand / die Moralgesetze / die Regeln des Anstands etc. // ~das Standesethos
zB.:
• Σεβάστηκα τους κανόνες της ιατρικής δεοντολογίας και την ηθική και απέρριψα κάθε πρόταση περί ευθανασίας ή άλλης παρόμοιας εγκληματικής πράξης. [Aussage eines Arztes zum Thema Euthanasie]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΔΕΔΟΜΕΝΟ, το...δεδομένο, το • [...] και χαράμιζε, για τα δικά του δεδομένα, το χρόνο του ράβοντας. ° ......
- ΔΕΔΟΜΕΝΟΣ, -η, -ο...δεδομένος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Γιατί το κορίτσι θα τον κάρφωνε, αυτό ήταν δεδομένο. ° Denn das Mädchen würde ihn anschwärzen, soviel war sicher. [GF+DF aus:...
- ΔΕΙΛΟΣ, -ή, -ό...δειλός, -ή, -ό = 1) feig // 2) schüchtern ...
- ΔΕΙΝΑ, τα...δεινά, τα = μεγάλα βάσανα, συμφορές [ΛΜΠ] π.χ.: • τα ξεχωριστά δεινά που τους βρήκαν αυτά τα χρόνια ° alle die Schicksalsschläge,...
- ΔΕΙΝΟΣ, -ή, -ό...δεινός, -ή, -ό • οι βουλευτές ήταν [...] δεινοί καπνιστές ° die Deputierten [= Abgeordneten] waren […] große Raucher [DF+GF aus:...
- ΔΕΙΧΝΩ...δείχνω 1) zeigen 2) aussehen [sc. "wirken" in optischer Hinsicht]: • Δείχνεις κουρασμένος. Du [männl.] siehst müde aus. • έκανε ό,...
- ΔΕΚΑΔΕΣ...δεκάδες [als Adjektiv]: • [...], ο Βάγκαλης στεκόταν ανάμεσα σε δεκάδες αποτσίγαρα· αν δεν ήταν δεκάδες, ήταν τουλάχιστον δέκα. ° [...],...
- ΔΕΚΑΤΡΙΑΡΙ, το...δεκατριάρι, το (το 13άρι) = der "Dreizehner" [im Toto] [entspricht dem "Zwölfer" in Österreich - vgl. zB. Abbildung und Text in "Τα Νέα" v. 26.9.1986, S....
- ΔΕΝ...δεν Übersicht: 1. Schreibweisen "δεν" und "δε": zur Sinnhaftigkeit der konsequenten Verwendung von "δεν" 2. είμαι (και) δεν είμαι // [bzw. allgemein:...
- ΔΕΝΩ...δένω 1. (transitive) Grundbedeutungen: (etwas) binden (an) / anbinden / zubinden / verbinden [etc.] 2. Beispiele für die intransitive Verwendung:...
Nachher:
- ΔΕΟΣ, το...δέος, το συναίσθημα θαυμασμού, σεβασμού, συχνά και φόβου [ΛΓΥΜ] π.χ.: • Ένιωσαν δέος μέσα στον μεγαλοπρεπή ναό. [ΛΓΥΜ] • Τα μωρά τους,...
- ΔΕΡΝΩ...δέρνω • το παράπονο του μουσικού για τη φτώχεια που τον δέρνει ° die Klage des Musikers über die Armut,...
- ΔΕΧΟΜΑΙ...δέχομαι 1) annehmen, akzeptieren (+ verwandte Bedeutungen): • [...] αλλά ποιος τάχα είναι αθώος; "Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω....
- ΔΗΘΕΝ...δήθεν 1. [als Adverb oder Adjektiv]: vorgeblich, gespielt, vermeintlich [etc.]: • η μια γυναίκα έλεγε, δήθεν σιγανά για να μην την ακούνε οι γύρω: ["......
- ΔΗΛΑΔΗ...δηλαδή 1) nämlich, also, das heißt: • Ο Γιάννης εξαίρει την αξία ενός είδους που τοποθετείται μεταξύ της τραγωδίας και της κωμωδίας, δηλαδή του δράματος....
- ΔΗΜΟΦΙΛΙΑ, η...δημοφιλία, η Zur Fragwürdigkeit (und nach Ansicht mancher: Unzulässigkeit) der Verwendung des Begriffs (anstelle von: η δημοτικότητα [= die Beliebtheit,...
- ΔΙΑ...διά 1. διά ζώσης ° by word of mouth [= mündlich / in mündlicher Form)] [magenta.gr] 2. διά παντός ° für immer ...
- ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, η...διαδικασία, η = [u.a.:] der Vorgang / der Prozess [Euro-Wb] // die Prozedur [Pons] // der Ablauf [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
- ΔΙΑΘΕΣΗ, η...διάθεση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Stimmung, die Lust, die Laune, die Verfassung: • Μου ήρθε η διάθεση να ζωγραφίσω....