τσέτης, ο


Τούρκος άτακτος στρατιώτης που πολεμούσε εναντίον του ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία  [lexigram.gr]  –  π.χ.:

• […], και πήγαν να μας κάψουν οι τσέτες στο Αϊδίνι ζωντανούς, […]    [Ε. Αλεξίου: Anthologie I, S. 223, 9. Z. von unten]

• "Θα με δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι / μα στην Αγιάσο σταυρουδάκι μου χρυσό / τις νύχτες που θα πέφτει άσπρο χιόνι / οι Τσέτες θα κρεμάνε το Χριστό"    [Μ. Μπουρμπούλης: τραγούδι "Θα με δικάσει"]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΤΡΟΧΟΣ, ο...τροχός, ο θα γυρίσει ο τροχός ° θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο [Εμμ.] zur Herkunft s. Νατσ., σ....
  • ΤΡΩΩ...τρώω 1. Grundbedeutung: essen 2. iS von: [etwas Unangenehmes] abbekommen [etc.]: a) τρώω ξύλο ° verprügelt werden / Prügel bekommen (beziehen):...
  • ΤΣΑΚΙΖΩ...τσακίζω τσακισμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
  • ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τσακισμένος, -η, -ο • Ήμουνα τσακισμένος από κούραση και συγκίνηση, μα τράβηξα ίσια στο χωράφι. Ich [männl....
  • ΤΣΑΛΙΜΙ, το...τσαλίμι, το • Στο τέλος κατάλαβα πως το μόνο που τον ενδιέφερε ήτανε το ρακί. [...] Στην αρχή έκανε τσαλίμια. ° Zum Schluss begriff ich,...
  • ΤΣΑΜΠΟΥΚΑΣ, ο...τσαμπουκάς, ο = a) μάγκας, νταής // b) μαγκιά, νταηλίκι [ΛΓΙΟ] π.χ.: • Επειδή σχεδόν κάθε τσαμπουκάς του γκέττο είχε κάποιους πολιτικούς δεσμούς,...
  • ΤΣΑΝΤΑ, η...τσάντα, η = die Tasche ...
  • ΤΣΑΝΤΑΚΙΑΣ, ο...τσαντάκιας, ο (Pl.: οι τσαντάκηδες) = der Handtaschenräuber ...
  • ΤΣΑΝΤΙΖΩ...τσαντίζω τσαντίζομαι [bzw.] τσαντισμένος (-η, -ο): • Τσαντίστηκες; Bist du sauer? [DF+GF aus: Schulze:...
  • ΤΣΑΝΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τσαντισμένος, -η, -ο s. unter τσαντίζω ...
Nachher:
  • ΤΣΙΜΠΩ...τσιμπώ (-άς) • […] και κάτι να τσιμπήσουν. ° […] und irgendeine Kleinigkeit zu essen....
  • ΤΣΙΠΟΥΡΟ, το...τσίπουρο, το zum Unterschied zwischen τσίπουρο und ούζο: s. unter ούζο, το ...
  • ΤΣΙΡΙΓΟ, το...Τσιρίγο, το Το Τσιρίγο είναι το νησί Κύθηρα και τα Κύθηρα στη συνέχεια είναι, αν και πολύ μακριά από τα άλλα, ένα από τα εφτάνησα. [Νατσ., σ....
  • ΤΣΟΥΖΩ...τσούζω το τσούζω [bzw.] τα τσούζω ° sich betrinken [Pons online] / sich betrinken, saufen [Langenscheidt online] / sich volllaufen lassen [Τριανταφύλλου:...
  • ΤΣΟΥΡΜΟ, το...τσούρμο, το • ήταν ένα τσούρμο παιδιά εκεί ° da war ein ganzer Schwarm von Kindern [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΤΣΟΥΧΤΕΡΟΣ, -ή, -ό...τσουχτερός, -ή, -ό • με τσουχτερό κρύο και χιονιά ° bei klirrender Kälte und Schneegestöber [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΤΥΠΟΣ, ο...τύπος, ο 1. για τον τύπο ° der Form halber [BSe s. unter Form, die (Z 6)] 2. ωραίος τύπος: BSe s. unter ωραίος, -α, -ο ...
  • ΤΥΦΛΑ, η...τύφλα, η τύφλα να ’χει ο (η/το) ... : • Τύφλα να ’χει η συναίσθηση της απεριόριστης παντοδυναμίας ενός Νέρωνα,...
  • ΤΥΦΛΟΣ, -ή, -ό...τυφλός, -ή, -ό στα τυφλά ° aufs Geratewohl ...