τσακίζω


τσακισμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort  


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΤΡΙΣ...τρις = τρεις φορές [Anm.: vgl. "τρις." = Abkürzung für: τρισεκατομμύριo/-α] ...
  • ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ, το...τρισεκατομμύριο, το = die Billion – zB.: • οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια = $ 8.000.000.000.000 ...
  • ΤΡΙΧΑ, η...τρίχα, η 1. Grundbedeutung: das [einzelne] Haar – zB.: • Τις άσπρες μου τρίχες μετράς; ° Zählst du meine weißen Haare?...
  • ΤΡΟΜΑΡΑ, η...τρομάρα, η • Τρομάρα μου, η Τζέλικα θέλει μια παράξενη ιστορία. [...] Τι να της πω τώρα; ° Ach du Schreck,...
  • ΤΡΟΜΕΡΟΣ, -ή, -ό...τρομερός, -ή, -ό 1) [als Ausdruck einer negativen Bewertung]: furchtbar / schrecklich: • Οι τρομερές συνέπειες του πολέμου....
  • ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τρομοκρατημένος, -η, -ο • ήταν ένας τρομοκρατημένος οδηγός, που αντί για φρένο πάτησε γκάζι ° [es] war ein irritierter Autofahrer,...
  • ΤΡΟΠΑΡΙ, το...τροπάρι, το άλλαξε τροπάρι: Δηλαδή, βαρέθηκε ν’ ακούει τα ίδια και τα ίδια και του λέει ν’ αλλάξει τροπάρι....
  • ΤΡΟΠΟΣ, ο...τρόπος, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. βρίσκω τρόπο να ... 3. με τρόπο 4. με κάθε τρόπο 5. έχω έναν τρόπο 6. έχω τον τρόπο μου (με κάποιον) 7....
  • ΤΡΟΧΟΣ, ο...τροχός, ο θα γυρίσει ο τροχός ° θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο [Εμμ.] zur Herkunft s. Νατσ., σ....
  • ΤΡΩΩ...τρώω 1. Grundbedeutung: essen 2. iS von: [etwas Unangenehmes] abbekommen [etc.]: a) τρώω ξύλο ° verprügelt werden / Prügel bekommen (beziehen):...
Nachher:
  • ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τσακισμένος, -η, -ο • Ήμουνα τσακισμένος από κούραση και συγκίνηση, μα τράβηξα ίσια στο χωράφι. Ich [männl....
  • ΤΣΑΛΙΜΙ, το...τσαλίμι, το • Στο τέλος κατάλαβα πως το μόνο που τον ενδιέφερε ήτανε το ρακί. [...] Στην αρχή έκανε τσαλίμια. ° Zum Schluss begriff ich,...
  • ΤΣΑΜΠΟΥΚΑΣ, ο...τσαμπουκάς, ο = a) μάγκας, νταής // b) μαγκιά, νταηλίκι [ΛΓΙΟ] π.χ.: • Επειδή σχεδόν κάθε τσαμπουκάς του γκέττο είχε κάποιους πολιτικούς δεσμούς,...
  • ΤΣΑΝΤΑ, η...τσάντα, η = die Tasche ...
  • ΤΣΑΝΤΑΚΙΑΣ, ο...τσαντάκιας, ο (Pl.: οι τσαντάκηδες) = der Handtaschenräuber ...
  • ΤΣΑΝΤΙΖΩ...τσαντίζω τσαντίζομαι [bzw.] τσαντισμένος (-η, -ο): • Τσαντίστηκες; Bist du sauer? [DF+GF aus: Schulze:...
  • ΤΣΑΝΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τσαντισμένος, -η, -ο s. unter τσαντίζω ...
  • ΤΣΕΤΗΣ, ο...τσέτης, ο Τούρκος άτακτος στρατιώτης που πολεμούσε εναντίον του ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία [lexigram.gr] – π.χ.: • […],...
  • ΤΣΙΜΠΩ...τσιμπώ (-άς) • […] και κάτι να τσιμπήσουν. ° […] und irgendeine Kleinigkeit zu essen....