τρόπος, ο
Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. βρίσκω τρόπο να ... 3. με τρόπο 4. με κάθε τρόπο 5. έχω έναν τρόπο 6. έχω τον τρόπο μου (με κάποιον) 7. τρόπος του λέγειν 8. κατά έναν τρόπο 9. τρόπον τινά |
1. Grundbedeutungen:
- die Art / die Weise / die Art und Weise [etc.]
- [Pl. (= οι τρόποι)]: die Manieren
2. βρίσκω τρόπο να ... :
• πάλι οι εχθροί του βρήκαν τρόπο για να [...] ° schafften es seine Feinde wiederum, […] zu […] [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ]
3. με τρόπο ° behutsam // mit Bedacht / unauffällig / diskret / dezent [etc.]:
• έβαζε με τρόπο το κλειδί στην πόρτα, άνοιγε σιγά σιγά, περπάταγε στις μύτες, [...] |
[er] steckte behutsam den Schlüssel ins Schloss, öffnete leise die Tür, ging auf Zehenspitzen rein, […] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Άνοιξα με τρόπο κουβέντα. |
Mit Bedacht kam ich darauf [sc. auf das heikle Thema] zu sprechen. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• Με τρόπο την πέρασα [τη χαρτοπετσέτα] στο τραπέζι τους. |
Diskret legte ich ihnen [sc. den Studenten am Nebentisch im Lokal] die Serviette [mit der darauf von mir geschriebenen politischen Parole] auf den [GF: auf ihren] Tisch. [bzw.] Unauffällig steckte ich ihnen die Serviette zu. [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
• κι ύστερα άρχισε, με τρόπο βέβαια, να [...] |
und [sie] begann dann [nachdem sie sich im Pub an die Bar gesetzt und einen Martini bestellt hatte], auf die feine Tour* natürlich, …[nach irgendeinem Mann, der ihr gefallen würde, Ausschau zu halten] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] *[Anm.: praktikable Übersetzungsalternativen: diskret / dezent] |
4. με κάθε τρόπο ° mit allen Mitteln / unter allen Umständen:
• Οι περισσότεροι προσπαθούσανε να παρατείνουνε με κάθε τρόπο τη διαμονή τους στο νοσοκομείο, για να μην ξαναγυρίσουνε στο μέτωπο. ° Die meisten [der kranken bzw. verwundeten Soldaten] versuchten mit allen Mitteln, ihren Aufenthalt im Lazarett zu verlängern, damit sie nicht wieder an die Front mussten. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
• Πρέπει με κάθε τρόπο να σκεπάσουμε την υπόθεση. ° Wir müssen die Angelegenheit unter allen Umständen vertuschen. [Eigenübersetzung]
5. έχω έναν τρόπο:
• Αυτός ήξερε ιστορίες, με σημασία, κι είχε έναν τρόπο να τις λέει. ° Der konnte Geschichten erzählen [GF: Der kannte Geschichten], die hatten auch Bedeutung, und er hatte eine besondere Art, sie zu erzählen. [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
6. έχω τον τρόπο μου (με κάποιον):
• Έχεις τον τρόπο σου μαζί της, Φρεντ. ° You certainly have a way with her, Fred.* ° Du weißt, wie man mit kleinen Kindern [EF, GF: mit ihr] umgeht. [Ton] [bzw.] Du machst das wirklich gut mit ihr, Fred. [Untertitel] [Lob gegenüber dem Ehemann, nachdem es ihm gelungen ist, die Tochter zum Essen ihres Breis zu bewegen] [GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]
*[vgl.: to have a way with (children, animals etc.) = gut mit (Kindern, Tieren etc.) umgehen können {Pons, Leo}]
7. τρόπος του λέγειν ° sozusagen [Pons online] [etc.]:
• Η Μαρί Λασάλ ανεβαίνει στη σκηνή (τρόπος του λέγειν δηλαδή – υπάρχει μια μικρή εξέδρα και δυο μικρόφωνα λίγα μέτρα πιο μπροστά από μας) στις εννιά. ° Marie LaSalle comes on stage (as it were – there is a little platform and a couple of microphones a few yards in front of us) at nine; […]. ° Marie LaSalle kommt [für ihren Auftritt als Sängerin im Pub] um neun auf die Bühne (wenn man das so nennen will – ein paar Meter vor uns befinden sich eine kleine Plattform und ein paar Mikrophone). [Anm.: as it were = quasi, sozusagen, gewissermaßen, gleichsam, wenn man so will {Pons bzw. Leo}] [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
• κι οι δυο γιαγιάδες μου ζουν ακόμα, τρόπος του λέγειν δηλαδή, αλλά δεν τις βλέπω ποτέ ° both my grandmothers are still alive, if you can call it that, but I never see them ° meine beiden Großmütter leben noch, wenn man das so nennen kann, aber ich sehe sie nie [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
8. κατά έναν τρόπο ° gewissermaßen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
9. τρόπον τινά ° gewissermaßen / in gewisser Weise:
• Υπάρχουν, τρόπον τινά, τρεις ευκαιρίες. ° Es gebe [= gibt] gewissermaßen drei Möglichkeiten. [GF+DF aus: Όσες φορές]
• [...] – της ζωής τρόπον τινά – [...] ° [...] – des Lebens gewissermaßen – […] [GF+DF aus: Όσες φορές]
• [...], άρα ήταν τρόπον τινά η αλλοτινή οικογενειακή ιδιοκτησία. ° [...], also gewissermaßen den ehemaligen Familienbesitz. [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
• Να, τούτος εδώ, είναι τρόπον τινά ατημέλητος· ωστόσο, απ’ το γιλέκο του κρέμεται χρυσή αλυσίδα, προφανώς ελβετικού ωρολογίου – [...]. ° [...]; der hier zum Beispiel [sc. dieser junge Mann, der im Ausland (in der Schweiz) studiert] ist in gewisser Weise ungepflegt, aber an seiner Weste hängt eine Goldkette – offensichtlich von einer Schweizer Uhr – […]. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
Weitere Wörter:
- ΤΡΕΧΩΝ, ουσα, -ον...τρέχων, -ουσα, -ον 1) laufend: • το τρέχον έτος ° im laufenden Jahr [erhöhte sich der Umsatz um 10 %] • από την 7η τρέχοντος μηνός ° ab 7....
- ΤΡΙΑΝΑ, η...Τριάνα, η = "η Τριάνα του Χειλά": Λίγο-πολύ στο ίδιο στιλ με τον "Τζίμη τον Χονδρό" λειτουργούσαν και τα άλλα λαϊκά κέντρα της Αθήνας, [...]:...
- ΤΡΙΓΥΡΙΖΩ [bzw.] ΤΡΙΓΥΡΝΩ...τριγυρίζω [bzw.] τριγυρνώ • Έτσι προτίμησα να τριγυρνάω στους δρόμους. Da lief ich lieber wieder [ziellos] durch die Straßen....
- ΤΡΙΣ...τρις = τρεις φορές [Anm.: vgl. "τρις." = Abkürzung für: τρισεκατομμύριo/-α] ...
- ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ, το...τρισεκατομμύριο, το = die Billion – zB.: • οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια = $ 8.000.000.000.000 ...
- ΤΡΙΧΑ, η...τρίχα, η 1. Grundbedeutung: das [einzelne] Haar – zB.: • Τις άσπρες μου τρίχες μετράς; ° Zählst du meine weißen Haare?...
- ΤΡΟΜΑΡΑ, η...τρομάρα, η • Τρομάρα μου, η Τζέλικα θέλει μια παράξενη ιστορία. [...] Τι να της πω τώρα; ° Ach du Schreck,...
- ΤΡΟΜΕΡΟΣ, -ή, -ό...τρομερός, -ή, -ό 1) [als Ausdruck einer negativen Bewertung]: furchtbar / schrecklich: • Οι τρομερές συνέπειες του πολέμου....
- ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τρομοκρατημένος, -η, -ο • ήταν ένας τρομοκρατημένος οδηγός, που αντί για φρένο πάτησε γκάζι ° [es] war ein irritierter Autofahrer,...
- ΤΡΟΠΑΡΙ, το...τροπάρι, το άλλαξε τροπάρι: Δηλαδή, βαρέθηκε ν’ ακούει τα ίδια και τα ίδια και του λέει ν’ αλλάξει τροπάρι....
- ΤΡΟΧΟΣ, ο...τροχός, ο θα γυρίσει ο τροχός ° θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο [Εμμ.] zur Herkunft s. Νατσ., σ....
- ΤΡΩΩ...τρώω 1. Grundbedeutung: essen 2. iS von: [etwas Unangenehmes] abbekommen [etc.]: a) τρώω ξύλο ° verprügelt werden / Prügel bekommen (beziehen):...
- ΤΣΑΚΙΖΩ...τσακίζω τσακισμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
- ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τσακισμένος, -η, -ο • Ήμουνα τσακισμένος από κούραση και συγκίνηση, μα τράβηξα ίσια στο χωράφι. Ich [männl....
- ΤΣΑΛΙΜΙ, το...τσαλίμι, το • Στο τέλος κατάλαβα πως το μόνο που τον ενδιέφερε ήτανε το ρακί. [...] Στην αρχή έκανε τσαλίμια. ° Zum Schluss begriff ich,...
- ΤΣΑΜΠΟΥΚΑΣ, ο...τσαμπουκάς, ο = a) μάγκας, νταής // b) μαγκιά, νταηλίκι [ΛΓΙΟ] π.χ.: • Επειδή σχεδόν κάθε τσαμπουκάς του γκέττο είχε κάποιους πολιτικούς δεσμούς,...
- ΤΣΑΝΤΑ, η...τσάντα, η = die Tasche ...
- ΤΣΑΝΤΑΚΙΑΣ, ο...τσαντάκιας, ο (Pl.: οι τσαντάκηδες) = der Handtaschenräuber ...
- ΤΣΑΝΤΙΖΩ...τσαντίζω τσαντίζομαι [bzw.] τσαντισμένος (-η, -ο): • Τσαντίστηκες; Bist du sauer? [DF+GF aus: Schulze:...