τριγυρίζω [bzw.] τριγυρνώ
• Έτσι προτίμησα να τριγυρνάω στους δρόμους. |
Da lief ich lieber wieder [ziellos] durch die Straßen. [als nach Hause zu gehen und schlaflos im Bett zu liegen] [DF+GF aus: Friedrich: Currywurst] |
• Τριγυρνούσα στους δρόμους αποκαρδιωμένη. |
Ich [weibl.] irre [richtig: irrte] entmutigt durch die Straßen. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Από τότε ακόμα που φάνηκαν και τριγύριζαν στα μέρη τους οι μαύροι λύκοι, [...] |
In der Zeit, in der die schwarzen Wölfe auftauchten und in ihrer [= dieser Menschen] Gegend herumzogen, […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Το Κρόιτσμπεργκ δεν είναι πια ειρηνικό, αλλά τι να περιμένει κανείς από μια γειτονιά δήθεν καλλιτεχνών, όπου τα παιδιά τριγυρίζουν στους δρόμους με πράσινα μαλλιά και τρυπημένες μύτες; |
Kreuzberg [Berliner Stadtviertel] ist nicht mehr friedlich, aber was kann man auch von einer Nachbarschaft angeblicher Künstler erwarten, wo die jungen Leute mit grünen Haaren und durchlöcherten Nasen [auf den Straßen] herumlaufen? [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• αν σε είχα λοιπόν εδώ και τριγυρνούσαμε μαζί μέσα στην αγορά |
wenn ich dich also jetzt hier hätte und wir gemeinsam über den Markt [dieser türkischen Stadt] spazierten [iS von: spazieren würden] [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus: Kalimerhaba] |
• Μα τον καιρό βέβαια που τριγυρνούσα μονάχος στα λιβάδια του μοναστηριού, όλα αυτά ήταν περασμένα. |
Zu der Zeit freilich, als ich mich allein auf den Klosterwiesen umhertrieb, war das alles ferne Vergangenheit. [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
• Το κορίτσι που τριγύριζε την άλλη φορά στο παλιό λιμάνι. |
Das Mädchen, das letztes Mal im alten Hafen umhergestreift war. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• ενώ η [...] γάτα τριγύριζε στο δωμάτιο και μύριζε τα μαξιλάρια |
während die [...] Katze im Zimmer herumstrich und an den Kissen schnüffelte [GF+DF aus: Όσες φορές] |
Weitere Wörter:
- ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ, η...τραγιάσκα, η = die Schirmmütze [wie sie z.B. Μάνος Ελευθερίου trägt] [Pons online] ...
- ΤΡΑΚΟΣΑ...τρακόσα = τριακόσια [ΛΔΑ, σ. 15] ...
- ΤΡΑΠΕΖΙ, το...τραπέζι, το 1. κάνω σε κάποιον το τραπέζι: του προσφέρω φαγητό (στο σπίτι μου ή σε εστιατόριο) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΤΡΕΛΑ, η...τρέλα, η 1. [allgemein]: • Κείνος που έκανε την τρέλα είναι και υπόλογος· όχι εμείς. ° Jener, der die Dummheit gemacht hat [hier konkret: die Dummheit,...
- ΤΡΕΛΑΙΝΩ...τρελαίνω 1. [allgemein]:...
- ΤΡΕΛΟΣ, -ή, -ό...τρελός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Ο Πάνος μόλις μας είδε, έκανε σαν τρελός. Als Panos uns sah, war er außer sich vor Freude. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΤΡΕΜΩ...τρέμω 1. τρέμω + Akk. ° zittern vor [jemandem/etwas]: • [...], που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή ° ...[ein Schwerverbrecher],...
- ΤΡΕΧΩ...τρέχω 1. [als Ausdruck der Fortbewegung]: a) laufen b) fahren [BSe s. unter fahren (Z I.5)] c) rasen / sausen [etc.] [iS von:...
- ΤΡΕΧΩΝ, ουσα, -ον...τρέχων, -ουσα, -ον 1) laufend: • το τρέχον έτος ° im laufenden Jahr [erhöhte sich der Umsatz um 10 %] • από την 7η τρέχοντος μηνός ° ab 7....
- ΤΡΙΑΝΑ, η...Τριάνα, η = "η Τριάνα του Χειλά": Λίγο-πολύ στο ίδιο στιλ με τον "Τζίμη τον Χονδρό" λειτουργούσαν και τα άλλα λαϊκά κέντρα της Αθήνας, [...]:...
- ΤΡΙΣ...τρις = τρεις φορές [Anm.: vgl. "τρις." = Abkürzung für: τρισεκατομμύριo/-α] ...
- ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ, το...τρισεκατομμύριο, το = die Billion – zB.: • οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια = $ 8.000.000.000.000 ...
- ΤΡΙΧΑ, η...τρίχα, η 1. Grundbedeutung: das [einzelne] Haar – zB.: • Τις άσπρες μου τρίχες μετράς; ° Zählst du meine weißen Haare?...
- ΤΡΟΜΑΡΑ, η...τρομάρα, η • Τρομάρα μου, η Τζέλικα θέλει μια παράξενη ιστορία. [...] Τι να της πω τώρα; ° Ach du Schreck,...
- ΤΡΟΜΕΡΟΣ, -ή, -ό...τρομερός, -ή, -ό 1) [als Ausdruck einer negativen Bewertung]: furchtbar / schrecklich: • Οι τρομερές συνέπειες του πολέμου....
- ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τρομοκρατημένος, -η, -ο • ήταν ένας τρομοκρατημένος οδηγός, που αντί για φρένο πάτησε γκάζι ° [es] war ein irritierter Autofahrer,...
- ΤΡΟΠΑΡΙ, το...τροπάρι, το άλλαξε τροπάρι: Δηλαδή, βαρέθηκε ν’ ακούει τα ίδια και τα ίδια και του λέει ν’ αλλάξει τροπάρι....
- ΤΡΟΠΟΣ, ο...τρόπος, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. βρίσκω τρόπο να ... 3. με τρόπο 4. με κάθε τρόπο 5. έχω έναν τρόπο 6. έχω τον τρόπο μου (με κάποιον) 7....
- ΤΡΟΧΟΣ, ο...τροχός, ο θα γυρίσει ο τροχός ° θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο [Εμμ.] zur Herkunft s. Νατσ., σ....