τρέχω
1. [als Ausdruck der Fortbewegung]:
a) laufen
b) fahren [BSe s. unter fahren (Z I.5)]
c) rasen / sausen [etc.] [iS von: (übermäßig) schnell fahren / (übermäßig) schnell unterwegs sein / sich schnell irgendwohin begeben] – z.B.:
• Το λεωφορείο τρέχει πάνω στην ασημένια άσφαλτο, τρέχει και χάνεται. ° Der Bus rast über den silbernen Asphalt, er rast und verschwindet. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
• Μη φοβάσαι που τρέχουν τ’ άλογα. ° Hab keine Angst, wenn die Pferde [die vor unsere Kutsche gespannt sind] so rasen. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• άκουγε τ’ άλογα που έτρεχαν όπως ο άνεμος ° sie hörte die [vor die Kutsche gespannten] Pferde geschwind wie der Wind galoppieren [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• Είναι καλός οδηγός ο Αντώνης, δεν τρέχει. [ΛΔΗ]
• Οι γυναίκες όχι μόνο δεν τρέχουν, αλλά γενικά είναι πιο καλοί οδηγοί από τους άντρες. [ΛΔΗ]
2. τρέχω να ... (bzw.: τρέχω και …):
• [...] κι έτρεξε να τον περιποιηθεί. |
[…] und [er] eilte herbei [mit Jod und Verband], um ihn [sc. einen leicht Verletzten] zu verarzten. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• ακόμα κι όταν η μικρή έτρεχε να κρυφτεί στην κρεβατοκάμαρά του |
selbst wenn Alicia [GF: die Kleine (= seine kleine Tochter)] ins [GF: in sein] Schlafzimmer gestürmt kam, um sich zu verstecken [konnte er herrlich schlafen] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Κατά το ανέβασμα μου έφυγε ένα κουμπί από το φόρεμα. Η Άννε, η καλή μας η μοδίστρα, έτρεχε να το επιδιορθώσει. |
Hier ist mir beim Herumklettern [in der Berglandschaft] [als der Teil Dreharbeiten für den Film] eine Naht aufgeplatzt [in der GF: ein Knopf vom Kleid abgerissen]. Anne, […], unsere Garderobiere, hat den Schaden aber gleich behoben. [sc. durch Nähen des Risses (bzw. Annähen des Knopfes) am (währenddessen weiterhin von mir getragenen) Kleid] [DF + GF (Untertitel) aus dem Film "Sissi"] |
• Έτρεξα να του κλείσω μάτια και στόμα, [...] |
Ich schloss ihm [= dem Toten] eilig Augen und Mund, […] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• κι έτρεχε να βρει την [...] Φεβρωνία |
um dann eilig […] Fewronía aufzusuchen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• οι καλοθελητές έτρεξαν να το πουν στον Στέφανο και στην Ανθώ |
die Wohlmeinenden erzählten es eiligst Stéfanos und Anthó [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Σαν είδε τα χάλια του Νικήτα, έτρεξε κι έφερε μια ένεση, την πέρασε στη φλέβα. |
Als er [der Spitalsarzt] den schlechten [Gesundheits-]Zustand von Nikitas sah, holte er in aller Eile eine Spritze und gab sie ihm in die Vene. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• κι έτρεχαν όλοι να τις δουν όταν περνούσαν |
und wenn die beiden [= zwei Schwestern] mit ihrem Paitóni [= hölzerner Karren] vorbeirollten, liefen alt und jung herbei [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
3. τρέχα γύρευε:
• τρέχα γύρευε ° da soll einer durchblicken [iS von: da soll sich einer auskennen] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• Τώρα τρέχα γύρευε συ ... ° Was soll der Mensch da ergründen [iS von: zu ergründen imstande sein]? [sc. in Anbetracht dieser unerforschlichen Abläufe in der Natur und in der Zeit] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω // Anm.: drei Punkte der GF im Original]
• τρέχα γύρευε ° es ist aussichtslos [GF+DF aus: Moser, S 119]
[Anm.: vgl. auch die anders gelagerte Erläuterung bei ΛΔΗ, σ. 384/385:
τρέχα-γύρευε: Δηλώνει πως κάτι διαρκεί πολύ.
(s. dort auch einschlägige BSe und nähere Erläuterungen zur Grammatik)]
4. τρέχω + Akk. ° [vermutl. alltagssprachlich für:] ~etwas beschleunigen, ~etwas vorantreiben:
• "«Ανακάτεψε την τράπουλα» για να ... τρέξει τις μεταρρυθμίσεις και να καλμάρει τους δανειστές". [...] Το βλέμμα του ξένου Τύπου είναι στραμμένο στον χθεσινό δομικό ανασχηματισμό του Αλέξη Τσίπρα [...] *
*[aus einem Bericht der Zeitung "Τα Νέα" über die Reaktion ausländischer Medien auf eine Regierungsumbildung durch den griech. Premierminister Tsipras; Bezug genommen wurde dabei u.a. auf folgende englischsprachige Schlagzeilen: "Greek PM Tsipras reshuffles cabinet in bid to speed up reforms" (Reuters) // "Alexis Tsipras Shakes Up Cabinet to Soothe Greece’s Creditors" (New York Times) |
Weitere Wörter:
- ΤΟΥΡΣΙ, το...τουρσί, το • καρυκεύματα Νόβα για τουρσί ° Nova-Gewürze [sc. Gewürze der (tschechischen) Marke Nova] für sauer Eingelegtes [GF+DF aus:...
- ΤΟΥΤΟΣ, -η, -ο...τούτος, -η, -ο ([bzw.] ετούτος, -η, -ο) 1. Zur Unterscheidung zwischen αυτό und (ε)τούτο: s. unter αυτός, -ή, -ό (Z 5.1) 2. τούτος (-η, -ο) – ετούτος (-η, -ο):...
- ΤΡΑΒΩ...τραβώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: ziehen [zB. ein Objekt] b) [intransitiv]: ziehen, gehen, sich auf den Weg machen etc....
- ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ, η...τραγιάσκα, η = die Schirmmütze [wie sie z.B. Μάνος Ελευθερίου trägt] [Pons online] ...
- ΤΡΑΚΟΣΑ...τρακόσα = τριακόσια [ΛΔΑ, σ. 15] ...
- ΤΡΑΠΕΖΙ, το...τραπέζι, το 1. κάνω σε κάποιον το τραπέζι: του προσφέρω φαγητό (στο σπίτι μου ή σε εστιατόριο) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΤΡΕΛΑ, η...τρέλα, η 1. [allgemein]: • Κείνος που έκανε την τρέλα είναι και υπόλογος· όχι εμείς. ° Jener, der die Dummheit gemacht hat [hier konkret: die Dummheit,...
- ΤΡΕΛΑΙΝΩ...τρελαίνω 1. [allgemein]:...
- ΤΡΕΛΟΣ, -ή, -ό...τρελός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Ο Πάνος μόλις μας είδε, έκανε σαν τρελός. Als Panos uns sah, war er außer sich vor Freude. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΤΡΕΜΩ...τρέμω 1. τρέμω + Akk. ° zittern vor [jemandem/etwas]: • [...], που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή ° ...[ein Schwerverbrecher],...
- ΤΡΕΧΩΝ, ουσα, -ον...τρέχων, -ουσα, -ον 1) laufend: • το τρέχον έτος ° im laufenden Jahr [erhöhte sich der Umsatz um 10 %] • από την 7η τρέχοντος μηνός ° ab 7....
- ΤΡΙΑΝΑ, η...Τριάνα, η = "η Τριάνα του Χειλά": Λίγο-πολύ στο ίδιο στιλ με τον "Τζίμη τον Χονδρό" λειτουργούσαν και τα άλλα λαϊκά κέντρα της Αθήνας, [...]:...
- ΤΡΙΓΥΡΙΖΩ [bzw.] ΤΡΙΓΥΡΝΩ...τριγυρίζω [bzw.] τριγυρνώ • Έτσι προτίμησα να τριγυρνάω στους δρόμους. Da lief ich lieber wieder [ziellos] durch die Straßen....
- ΤΡΙΣ...τρις = τρεις φορές [Anm.: vgl. "τρις." = Abkürzung für: τρισεκατομμύριo/-α] ...
- ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ, το...τρισεκατομμύριο, το = die Billion – zB.: • οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια = $ 8.000.000.000.000 ...
- ΤΡΙΧΑ, η...τρίχα, η 1. Grundbedeutung: das [einzelne] Haar – zB.: • Τις άσπρες μου τρίχες μετράς; ° Zählst du meine weißen Haare?...
- ΤΡΟΜΑΡΑ, η...τρομάρα, η • Τρομάρα μου, η Τζέλικα θέλει μια παράξενη ιστορία. [...] Τι να της πω τώρα; ° Ach du Schreck,...
- ΤΡΟΜΕΡΟΣ, -ή, -ό...τρομερός, -ή, -ό 1) [als Ausdruck einer negativen Bewertung]: furchtbar / schrecklich: • Οι τρομερές συνέπειες του πολέμου....
- ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τρομοκρατημένος, -η, -ο • ήταν ένας τρομοκρατημένος οδηγός, που αντί για φρένο πάτησε γκάζι ° [es] war ein irritierter Autofahrer,...