τρέμω
1. τρέμω + Akk. ° zittern vor [jemandem/etwas]:
• [...], που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή ° ...[ein Schwerverbrecher], vor dem die ganze Gegend zitterte [iS von: Angst hatte]
• [...] προκαλώντας [η φαντασία] φοβίες που δεν είχαν [τα παιδιά] σε μικρότερη ηλικία. Ακόμα και όσα παιδάκια δεν φοβόντουσαν μέχρι τώρα το σκοτάδι, στην ηλικία αυτή [= 2-4 ετών] το τρέμουν.
2. Sonstiges:
• Στην πραγματικότητα η μητέρα μου έτρεμε στην ιδέα πως ο πατέρας μου θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο, [...]. ° Meine Mutter hatte in Wahrheit panische Angst, dass er [= mein Vater und ihr Gatte] auf eine solche Idee kommen könnte [sc.: sich von ihr scheiden zu lassen], […] [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΤΟΥΜΠΕΚΙ, το...τουμπεκί, το κάνω τουμπεκί: "Τουμπεκί" λέγεται τούρκικα ο καπνός για το ναργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. [......
- ΤΟΥΡΣΙ, το...τουρσί, το • καρυκεύματα Νόβα για τουρσί ° Nova-Gewürze [sc. Gewürze der (tschechischen) Marke Nova] für sauer Eingelegtes [GF+DF aus:...
- ΤΟΥΤΟΣ, -η, -ο...τούτος, -η, -ο ([bzw.] ετούτος, -η, -ο) 1. Zur Unterscheidung zwischen αυτό und (ε)τούτο: s. unter αυτός, -ή, -ό (Z 5.1) 2. τούτος (-η, -ο) – ετούτος (-η, -ο):...
- ΤΡΑΒΩ...τραβώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: ziehen [zB. ein Objekt] b) [intransitiv]: ziehen, gehen, sich auf den Weg machen etc....
- ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ, η...τραγιάσκα, η = die Schirmmütze [wie sie z.B. Μάνος Ελευθερίου trägt] [Pons online] ...
- ΤΡΑΚΟΣΑ...τρακόσα = τριακόσια [ΛΔΑ, σ. 15] ...
- ΤΡΑΠΕΖΙ, το...τραπέζι, το 1. κάνω σε κάποιον το τραπέζι: του προσφέρω φαγητό (στο σπίτι μου ή σε εστιατόριο) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΤΡΕΛΑ, η...τρέλα, η 1. [allgemein]: • Κείνος που έκανε την τρέλα είναι και υπόλογος· όχι εμείς. ° Jener, der die Dummheit gemacht hat [hier konkret: die Dummheit,...
- ΤΡΕΛΑΙΝΩ...τρελαίνω 1. [allgemein]:...
- ΤΡΕΛΟΣ, -ή, -ό...τρελός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Ο Πάνος μόλις μας είδε, έκανε σαν τρελός. Als Panos uns sah, war er außer sich vor Freude. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
Nachher:
- ΤΡΕΧΩ...τρέχω 1. [als Ausdruck der Fortbewegung]: a) laufen b) fahren [BSe s. unter fahren (Z I.5)] c) rasen / sausen [etc.] [iS von:...
- ΤΡΕΧΩΝ, ουσα, -ον...τρέχων, -ουσα, -ον 1) laufend: • το τρέχον έτος ° im laufenden Jahr [erhöhte sich der Umsatz um 10 %] • από την 7η τρέχοντος μηνός ° ab 7....
- ΤΡΙΑΝΑ, η...Τριάνα, η = "η Τριάνα του Χειλά": Λίγο-πολύ στο ίδιο στιλ με τον "Τζίμη τον Χονδρό" λειτουργούσαν και τα άλλα λαϊκά κέντρα της Αθήνας, [...]:...
- ΤΡΙΓΥΡΙΖΩ [bzw.] ΤΡΙΓΥΡΝΩ...τριγυρίζω [bzw.] τριγυρνώ • Έτσι προτίμησα να τριγυρνάω στους δρόμους. Da lief ich lieber wieder [ziellos] durch die Straßen....
- ΤΡΙΣ...τρις = τρεις φορές [Anm.: vgl. "τρις." = Abkürzung für: τρισεκατομμύριo/-α] ...
- ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ, το...τρισεκατομμύριο, το = die Billion – zB.: • οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια = $ 8.000.000.000.000 ...
- ΤΡΙΧΑ, η...τρίχα, η 1. Grundbedeutung: das [einzelne] Haar – zB.: • Τις άσπρες μου τρίχες μετράς; ° Zählst du meine weißen Haare?...
- ΤΡΟΜΑΡΑ, η...τρομάρα, η • Τρομάρα μου, η Τζέλικα θέλει μια παράξενη ιστορία. [...] Τι να της πω τώρα; ° Ach du Schreck,...
- ΤΡΟΜΕΡΟΣ, -ή, -ό...τρομερός, -ή, -ό 1) [als Ausdruck einer negativen Bewertung]: furchtbar / schrecklich: • Οι τρομερές συνέπειες του πολέμου....