τραπέζι, το


1. κάνω σε κάποιον το τραπέζι: του προσφέρω φαγητό (στο σπίτι μου ή σε εστιατόριο) [ΛΔΗ]  –  π.χ.:

• Εγώ προτείνω να κάνουμε στους γείτονές μας (που μας ποτίζανε τον κήπο όσο λείπαμε) το τραπέζι παρά να τους κάνουμε ένα δώρο. Θα είναι καλύτερα.  [ΛΔΗ]

• σου κάνω το τραπέζι  °  ich lade dich zum Essen ein   [GF+DF aus: Moser, S 471]


2. βάζω τραπέζι (= στήνω {το} τραπέζι / στρώνω {το} τραπέζι):

ετοιμάζω το τραπέζι για φαγητό, δηλαδή το στρώνω και βάζω πάνω του τα φαγητά, τα ποτά και τα σκεύη του φαγητού, ανάβω τα φώτα, διώχνω τις μύγες κτλ.  [ΛΔΗ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΤΟΠΟΣ, ο...τόπος, ο 1. Grundbedeutungen: a) der Ort b) das Land 2. (κάτι) πιάνει τόπο: - είναι χρήσιμο, τελεσφόρο, φέρνει αποτέλεσμα [ΛΚΝ] - είναι χρήσιμο,...
  • ΤΟΣΟΣ, -η, -ο...τόσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της....
  • ΤΟΤΕ...τότε 1. [allgemein]: • Ήταν ίσως η μόνη φορά τότε που [...] ° Das war vielleicht das einzige Mal, wo [= dass] […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2. τότε είναι που ......
  • ΤΟΥΔΕ...τούδε • Από τούδε και στο εξής τίθεμαι στη διάθεσή σου, [...] ° Von nun an und immerdar steh ich zu deiner Verfügung, […] [GF+DF aus: Ταχτσής:...
  • ΤΟΥΜΠΕΚΙ, το...τουμπεκί, το κάνω τουμπεκί: "Τουμπεκί" λέγεται τούρκικα ο καπνός για το ναργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. [......
  • ΤΟΥΡΣΙ, το...τουρσί, το • καρυκεύματα Νόβα για τουρσί ° Nova-Gewürze [sc. Gewürze der (tschechischen) Marke Nova] für sauer Eingelegtes [GF+DF aus:...
  • ΤΟΥΤΟΣ, -η, -ο...τούτος, -η, -ο ([bzw.] ετούτος, -η, -ο) 1. Zur Unterscheidung zwischen αυτό und (ε)τούτο: s. unter αυτός, -ή, -ό (Z 5.1) 2. τούτος (-η, -ο) – ετούτος (-η, -ο):...
  • ΤΡΑΒΩ...τραβώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: ziehen [zB. ein Objekt] b) [intransitiv]: ziehen, gehen, sich auf den Weg machen etc....
  • ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ, η...τραγιάσκα, η = die Schirmmütze [wie sie z.B. Μάνος Ελευθερίου trägt] [Pons online] ...
  • ΤΡΑΚΟΣΑ...τρακόσα = τριακόσια [ΛΔΑ, σ. 15] ...
Nachher:
  • ΤΡΕΛΑ, η...τρέλα, η 1. [allgemein]: • Κείνος που έκανε την τρέλα είναι και υπόλογος· όχι εμείς. ° Jener, der die Dummheit gemacht hat [hier konkret: die Dummheit,...
  • ΤΡΕΛΑΙΝΩ...τρελαίνω 1. [allgemein]:...
  • ΤΡΕΛΟΣ, -ή, -ό...τρελός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Ο Πάνος μόλις μας είδε, έκανε σαν τρελός. Als Panos uns sah, war er außer sich vor Freude. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΤΡΕΜΩ...τρέμω 1. τρέμω + Akk. ° zittern vor [jemandem/etwas]: • [...], που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή ° ...[ein Schwerverbrecher],...
  • ΤΡΕΧΩ...τρέχω 1. [als Ausdruck der Fortbewegung]: a) laufen b) fahren [BSe s. unter fahren (Z I.5)] c) rasen / sausen [etc.] [iS von:...
  • ΤΡΕΧΩΝ, ουσα, -ον...τρέχων, -ουσα, -ον 1) laufend: • το τρέχον έτος ° im laufenden Jahr [erhöhte sich der Umsatz um 10 %] • από την 7η τρέχοντος μηνός ° ab 7....
  • ΤΡΙΑΝΑ, η...Τριάνα, η = "η Τριάνα του Χειλά": Λίγο-πολύ στο ίδιο στιλ με τον "Τζίμη τον Χονδρό" λειτουργούσαν και τα άλλα λαϊκά κέντρα της Αθήνας, [...]:...
  • ΤΡΙΓΥΡΙΖΩ [bzw.] ΤΡΙΓΥΡΝΩ...τριγυρίζω [bzw.] τριγυρνώ • Έτσι προτίμησα να τριγυρνάω στους δρόμους. Da lief ich lieber wieder [ziellos] durch die Straßen....
  • ΤΡΙΣ...τρις = τρεις φορές [Anm.: vgl. "τρις." = Abkürzung für: τρισεκατομμύριo/-α] ...