τούδε
• Από τούδε και στο εξής τίθεμαι στη διάθεσή σου, [...] ° Von nun an und immerdar steh ich zu deiner Verfügung, […] [GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι]
• μέχρι τούδε ° bisher [DF+GF aus einem EuGH-Urteil aus 2000]
• κατά την μέχρι τούδε συζήτησιν [Zitat in: Γ. Λαμψίδης: Οι περιπέτειες της Δημοτικής, S. 254]
• Αυτή είναι η γνώμη μου, κύριε Πρόεδρε. Δεν θέλω να την επιβάλω εις ουδένα, αλλά δια να είμαι ειλικρινής μαζί σας, πρέπει από τούδε να το είπω. Δι’ εμέ, εθνική μόρφωσις είναι η αρχαία ελληνική μόρφωσις. [Zitat in: Γ. Λαμψίδης: Οι περιπέτειες της Δημοτικής, S. 202]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΤΙΠΟΤΑ [bzw.] ΤΙΠΟΤΕ...τίποτα [bzw.] τίποτε Übersicht: 1. τίποτα – τίποτε 2. Grundbedeutungen 3. με τίποτα (+ Verneinung) 4. με το τίποτα 5. δεν έχω τίποτα με ... 6....
- ΤΟ...το s. : ...
- ΤΟ:...το το και το: το εξής, τα εξής [ΛΔΗ] – π.χ.: • Ήρθε μια μέρα ο φίλος του και του λέει το και το: Η γυναίκα σου σε απατάει. [ΛΔΗ] --- • Χότζα,...
- ΤΟΙΣ...τοις [zB.: δέκα τοις εκατό (10%)] 1. Bedeutung und Schreibweise: s. dazu Χαρίλαος Δημητρακόπουλος: Για ποια Ελληνικά μιλάμε; σ....
- ΤΟΙΧΟΣ, ο...τοίχος, ο 1. Bedeutung: die (Haus- [etc.])Mauer / die Wand 2. Zur Unterscheidung τοίχος, ο – τείχος, το: Es handelt sich um Homonyme (sc....
- ΤΟΝΟΣ, ο...τόνος, ο 1. Grundbedeutungen:...
- ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ, η...τοποθέτηση, η = [u.a.:] die Stellungnahme [sc. ein Kommentar, in dem man seinen Standpunkt darlegt] ...
- ΤΟΠΟΣ, ο...τόπος, ο 1. Grundbedeutungen: a) der Ort b) das Land 2. (κάτι) πιάνει τόπο: - είναι χρήσιμο, τελεσφόρο, φέρνει αποτέλεσμα [ΛΚΝ] - είναι χρήσιμο,...
- ΤΟΣΟΣ, -η, -ο...τόσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της....
- ΤΟΤΕ...τότε 1. [allgemein]: • Ήταν ίσως η μόνη φορά τότε που [...] ° Das war vielleicht das einzige Mal, wo [= dass] […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2. τότε είναι που ......
Nachher:
- ΤΟΥΜΠΕΚΙ, το...τουμπεκί, το κάνω τουμπεκί: "Τουμπεκί" λέγεται τούρκικα ο καπνός για το ναργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. [......
- ΤΟΥΡΣΙ, το...τουρσί, το • καρυκεύματα Νόβα για τουρσί ° Nova-Gewürze [sc. Gewürze der (tschechischen) Marke Nova] für sauer Eingelegtes [GF+DF aus:...
- ΤΟΥΤΟΣ, -η, -ο...τούτος, -η, -ο ([bzw.] ετούτος, -η, -ο) 1. Zur Unterscheidung zwischen αυτό und (ε)τούτο: s. unter αυτός, -ή, -ό (Z 5.1) 2. τούτος (-η, -ο) – ετούτος (-η, -ο):...
- ΤΡΑΒΩ...τραβώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: ziehen [zB. ein Objekt] b) [intransitiv]: ziehen, gehen, sich auf den Weg machen etc....
- ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ, η...τραγιάσκα, η = die Schirmmütze [wie sie z.B. Μάνος Ελευθερίου trägt] [Pons online] ...
- ΤΡΑΚΟΣΑ...τρακόσα = τριακόσια [ΛΔΑ, σ. 15] ...
- ΤΡΑΠΕΖΙ, το...τραπέζι, το 1. κάνω σε κάποιον το τραπέζι: του προσφέρω φαγητό (στο σπίτι μου ή σε εστιατόριο) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
- ΤΡΕΛΑ, η...τρέλα, η 1. [allgemein]: • Κείνος που έκανε την τρέλα είναι και υπόλογος· όχι εμείς. ° Jener, der die Dummheit gemacht hat [hier konkret: die Dummheit,...
- ΤΡΕΛΑΙΝΩ...τρελαίνω 1. [allgemein]:...