τοποθέτηση, η
= [u.a.:] die Stellungnahme [sc. ein Kommentar, in dem man seinen Standpunkt darlegt]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΤΙΜΗ, η...τιμή, η 1. Grundbedeutungen: a) die Ehre b) der Preis c) der [Mess-]Wert 2. λαμβάνω την τιμή / παίρνω την τιμή: • Σαν "πήρα την τιμή" να του πω πως [...],...
- ΤΙΜΙΟΣ, -α, -ο...τίμιος, -α, -ο 1. Grundbedeutung: anständig, rechtschaffen, redlich, ehrlich [etc.]: • είχα έναν πατέρα τίμιο μα σκληρό ° ich hatte einen redlichen,...
- ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ, το...τιμολόγιo, το 1) die Rechnung 2) die Preisliste (= ο τιμοκατάλογος) 3) der Tarif [zB. für Telefongespräche] ...
- ΤΙΝΑΖΩ...τινάζω • "[...];" τον ρώτησε τινάζοντας τα μαλλιά της προς τα πίσω. ° "[…]?" fragte sie ihn und warf ihr Haar zurück. [GF+DF aus:...
- ΤΙΠΟΤΑ [bzw.] ΤΙΠΟΤΕ...τίποτα [bzw.] τίποτε Übersicht: 1. τίποτα – τίποτε 2. Grundbedeutungen 3. με τίποτα (+ Verneinung) 4. με το τίποτα 5. δεν έχω τίποτα με ... 6....
- ΤΟ...το s. : ...
- ΤΟ:...το το και το: το εξής, τα εξής [ΛΔΗ] – π.χ.: • Ήρθε μια μέρα ο φίλος του και του λέει το και το: Η γυναίκα σου σε απατάει. [ΛΔΗ] --- • Χότζα,...
- ΤΟΙΣ...τοις [zB.: δέκα τοις εκατό (10%)] 1. Bedeutung und Schreibweise: s. dazu Χαρίλαος Δημητρακόπουλος: Για ποια Ελληνικά μιλάμε; σ....
- ΤΟΙΧΟΣ, ο...τοίχος, ο 1. Bedeutung: die (Haus- [etc.])Mauer / die Wand 2. Zur Unterscheidung τοίχος, ο – τείχος, το: Es handelt sich um Homonyme (sc....
- ΤΟΝΟΣ, ο...τόνος, ο 1. Grundbedeutungen:...
Nachher:
- ΤΟΠΟΣ, ο...τόπος, ο 1. Grundbedeutungen: a) der Ort b) das Land 2. (κάτι) πιάνει τόπο: - είναι χρήσιμο, τελεσφόρο, φέρνει αποτέλεσμα [ΛΚΝ] - είναι χρήσιμο,...
- ΤΟΣΟΣ, -η, -ο...τόσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της....
- ΤΟΤΕ...τότε 1. [allgemein]: • Ήταν ίσως η μόνη φορά τότε που [...] ° Das war vielleicht das einzige Mal, wo [= dass] […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2. τότε είναι που ......
- ΤΟΥΔΕ...τούδε • Από τούδε και στο εξής τίθεμαι στη διάθεσή σου, [...] ° Von nun an und immerdar steh ich zu deiner Verfügung, […] [GF+DF aus: Ταχτσής:...
- ΤΟΥΜΠΕΚΙ, το...τουμπεκί, το κάνω τουμπεκί: "Τουμπεκί" λέγεται τούρκικα ο καπνός για το ναργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. [......
- ΤΟΥΡΣΙ, το...τουρσί, το • καρυκεύματα Νόβα για τουρσί ° Nova-Gewürze [sc. Gewürze der (tschechischen) Marke Nova] für sauer Eingelegtes [GF+DF aus:...
- ΤΟΥΤΟΣ, -η, -ο...τούτος, -η, -ο ([bzw.] ετούτος, -η, -ο) 1. Zur Unterscheidung zwischen αυτό und (ε)τούτο: s. unter αυτός, -ή, -ό (Z 5.1) 2. τούτος (-η, -ο) – ετούτος (-η, -ο):...
- ΤΡΑΒΩ...τραβώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: ziehen [zB. ein Objekt] b) [intransitiv]: ziehen, gehen, sich auf den Weg machen etc....
- ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ, η...τραγιάσκα, η = die Schirmmütze [wie sie z.B. Μάνος Ελευθερίου trägt] [Pons online] ...