τινάζω


• "[...];" τον ρώτησε τινάζοντας τα μαλλιά της προς τα πίσω.  °  "[…]?" fragte sie ihn und warf ihr Haar zurück.    [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΤΗΓΑΝΗΤΟΣ, -ή, -ό...τηγανητός, -ή, -ό 1) [in der Pfanne] gebraten: • ένα σινί με τηγανητά ψάρια ° eine Pfanne mit gebratenen Fischen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2) gebacken:...
  • ΤΗΛΕΠΑΙΧΝΙΔΙ, το...τηλεπαιχνίδι, το παιχνίδι γνώσεων, ικανοτήτων ή τύχης που γίνεται σε τηλεοπτικό στούντιο, συνήθ. με συμμετοχή κοινού,...
  • ΤΗΛΕΡΑΜΑ, το...Τηλέραμα, το [Anm.: Betonung auf der zweiten Silbe!...
  • ΤΗΛΕΦΩΝΟ, το...τηλέφωνο, το χτυπώ το τηλέφωνο ° [jemanden] anrufen: • Ο Θεόδωρος δεν έχει οίκτο, λες και με παραμονεύει, μου χτυπά το τηλέφωνο μόλις το έχω κλείσει.* [Anm.:...
  • ΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ...τηρουμένων τηρουμένων των αναλογιών: s. unter αναλογία, η ...
  • ΤΗΡΩ...τηρώ (-είς) 1. Grundbedeutungen: a) einhalten / sich halten an [zB. Regeln, eine Reihenfolge] b) halten [zB. ein Versprechen] 2. τηρουμένων των αναλογιών: s....
  • ΤΙ...τι Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. τι ..., τι ... 3. τι κι αν 4. και τι μ’ αυτό; 5. als Ausdruck, um etwas anzuzweifeln bzw....
  • ΤΙΜΗ, η...τιμή, η 1. Grundbedeutungen: a) die Ehre b) der Preis c) der [Mess-]Wert 2. λαμβάνω την τιμή / παίρνω την τιμή: • Σαν "πήρα την τιμή" να του πω πως [...],...
  • ΤΙΜΙΟΣ, -α, -ο...τίμιος, -α, -ο 1. Grundbedeutung: anständig, rechtschaffen, redlich, ehrlich [etc.]: • είχα έναν πατέρα τίμιο μα σκληρό ° ich hatte einen redlichen,...
  • ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ, το...τιμολόγιo, το 1) die Rechnung 2) die Preisliste (= ο τιμοκατάλογος) 3) der Tarif [zB. für Telefongespräche] ...
Nachher:
  • ΤΙΠΟΤΑ [bzw.] ΤΙΠΟΤΕ...τίποτα [bzw.] τίποτε Übersicht: 1. τίποτα – τίποτε 2. Grundbedeutungen 3. με τίποτα (+ Verneinung) 4. με το τίποτα 5. δεν έχω τίποτα με ... 6....
  • ΤΟ...το s. : ...
  • ΤΟ:...το το και το: το εξής, τα εξής [ΛΔΗ] – π.χ.: • Ήρθε μια μέρα ο φίλος του και του λέει το και το: Η γυναίκα σου σε απατάει. [ΛΔΗ] --- • Χότζα,...
  • ΤΟΙΣ...τοις [zB.: δέκα τοις εκατό (10%)] 1. Bedeutung und Schreibweise: s. dazu Χαρίλαος Δημητρακό­που­λος: Για ποια Ελληνικά μιλάμε; σ....
  • ΤΟΙΧΟΣ, ο...τοίχος, ο 1. Bedeutung: die (Haus- [etc.])Mauer / die Wand 2. Zur Unterscheidung τοίχος, ο – τείχος, το: Es handelt sich um Homonyme (sc....
  • ΤΟΝΟΣ, ο...τόνος, ο 1. Grundbedeutungen:...
  • ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ, η...τοποθέτηση, η = [u.a.:] die Stellungnahme [sc. ein Kommentar, in dem man seinen Standpunkt dar­legt] ...
  • ΤΟΠΟΣ, ο...τόπος, ο 1. Grundbedeutungen: a) der Ort b) das Land 2. (κάτι) πιάνει τόπο: - είναι χρήσιμο, τελεσφόρο, φέρνει αποτέλεσμα [ΛΚΝ] - είναι χρήσιμο,...
  • ΤΟΣΟΣ, -η, -ο...τόσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της....