τηλεπαιχνίδι, το
παιχνίδι γνώσεων, ικανοτήτων ή τύχης που γίνεται σε τηλεοπτικό στούντιο, συνήθ. με συμμετοχή κοινού, και που μεταδίδεται από την τηλεόραση [ΛΚΝ]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΘΗΜΕΡΟΣ, -η, -ο...τεσσαρακονθήμερος, -η, -ο = vierzigtägig // (Substantiv / το): die vierzig Tage [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ...τεσσαράκοντα = vierzig [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ, -εις, -α [bzw.] ΤΕΣΣΕΡΙΣ, -ις, -α...τέσσερεις, -εις, -α [bzw.] τέσσερις, -ις, -α 1.1. zur Schreibweise: - τέσσερεις, -εις, -α [die von ΛΜΠ bevorzugte Form] [bzw.] - τέσσερις, -ις,...
- ΤΕΤΑ, η...τέτα, η Τέτες φώναζαν εκεί τις όχι άμεσα θείες ή γιαγιές, και γενικότερα τις ηλικιωμένες. [Anm.: άμεσα ! (im nächsten Satz hingegen die Formulierung:...
- ΤΕΤΑΓΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τεταγμένος, -η, -ο = 1) festgesetzt, bestimmt / 2) beauftragt (επί / mit) [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΤΡΑΚΙΣ...τετράκις = vier Mal [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΩΣ...τέως 1. Zum (feinen) Bedeutungsunterschied zwischen τέως und πρώην: s. unter πρώην 2....
- ΤΖΑΜΑΡΙΑ, η...τζαμαρία,...
- ΤΖΟΥΡΑΣ, ο...τζουράς, ο (Plural: οι τζουράδες) [Musikinstrument] ...
- ΤΗΓΑΝΗΤΟΣ, -ή, -ό...τηγανητός, -ή, -ό 1) [in der Pfanne] gebraten: • ένα σινί με τηγανητά ψάρια ° eine Pfanne mit gebratenen Fischen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2) gebacken:...
Nachher:
- ΤΗΛΕΡΑΜΑ, το...Τηλέραμα, το [Anm.: Betonung auf der zweiten Silbe!...
- ΤΗΛΕΦΩΝΟ, το...τηλέφωνο, το χτυπώ το τηλέφωνο ° [jemanden] anrufen: • Ο Θεόδωρος δεν έχει οίκτο, λες και με παραμονεύει, μου χτυπά το τηλέφωνο μόλις το έχω κλείσει.* [Anm.:...
- ΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ...τηρουμένων τηρουμένων των αναλογιών: s. unter αναλογία, η ...
- ΤΗΡΩ...τηρώ (-είς) 1. Grundbedeutungen: a) einhalten / sich halten an [zB. Regeln, eine Reihenfolge] b) halten [zB. ein Versprechen] 2. τηρουμένων των αναλογιών: s....
- ΤΙ...τι Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. τι ..., τι ... 3. τι κι αν 4. και τι μ’ αυτό; 5. als Ausdruck, um etwas anzuzweifeln bzw....
- ΤΙΜΗ, η...τιμή, η 1. Grundbedeutungen: a) die Ehre b) der Preis c) der [Mess-]Wert 2. λαμβάνω την τιμή / παίρνω την τιμή: • Σαν "πήρα την τιμή" να του πω πως [...],...
- ΤΙΜΙΟΣ, -α, -ο...τίμιος, -α, -ο 1. Grundbedeutung: anständig, rechtschaffen, redlich, ehrlich [etc.]: • είχα έναν πατέρα τίμιο μα σκληρό ° ich hatte einen redlichen,...
- ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ, το...τιμολόγιo, το 1) die Rechnung 2) die Preisliste (= ο τιμοκατάλογος) 3) der Tarif [zB. für Telefongespräche] ...
- ΤΙΝΑΖΩ...τινάζω • "[...];" τον ρώτησε τινάζοντας τα μαλλιά της προς τα πίσω. ° "[…]?" fragte sie ihn und warf ihr Haar zurück. [GF+DF aus:...