τέτα, η
Τέτες φώναζαν εκεί τις όχι άμεσα θείες ή γιαγιές, και γενικότερα τις ηλικιωμένες.
[Anm.: άμεσα ! (im nächsten Satz hingegen die Formulierung: "τους όχι άμεσους θείους")]
[bzw.]
Teta = so nannte man die nicht blutsverwandten Tanten oder Großmütter und überhaupt die älteren Frauen, […].
[Fußnote in: Ζ. Ζατέλη: Και με το φως του λύκου επανέρχονται, S. 584 (GF) bzw. 741 (DF)]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΤΕΜΕΝΟΣ, το...τέμενος, το (Pl.: τα τεμένη) = die Moschee ...
- ΤΕΝΩΝ, ο...τένων, ο (Gen.: του τένοντος) = die Sehne [Wendt] ...
- ΤΕΠΕΛΕΝΙ, το...Τεπελένι, το (weiters: η Χειμάρρα,...
- ΤΕΡΑΣ, το...τέρας, το (Gen.: του τέρατος // Pl.: τα τέρατα / Gen.:...
- ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ, -α, -ο...τεράστιος, -α, -ο Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe τεράστιος und πελώριος:...
- ΤΕΡΕΒΙΝΘΙΝΗ, η...τερεβινθίνη, η = das Terpentin ...
- ΤΕΡΜΑ, το...τέρμα, το 1. Grundbedeutungen: a) das Ende [örtlich oder zeitlich]:...
- ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΘΗΜΕΡΟΣ, -η, -ο...τεσσαρακονθήμερος, -η, -ο = vierzigtägig // (Substantiv / το): die vierzig Tage [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ...τεσσαράκοντα = vierzig [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ, -εις, -α [bzw.] ΤΕΣΣΕΡΙΣ, -ις, -α...τέσσερεις, -εις, -α [bzw.] τέσσερις, -ις, -α 1.1. zur Schreibweise: - τέσσερεις, -εις, -α [die von ΛΜΠ bevorzugte Form] [bzw.] - τέσσερις, -ις,...
Nachher:
- ΤΕΤΑΓΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τεταγμένος, -η, -ο = 1) festgesetzt, bestimmt / 2) beauftragt (επί / mit) [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΤΡΑΚΙΣ...τετράκις = vier Mal [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΩΣ...τέως 1. Zum (feinen) Bedeutungsunterschied zwischen τέως und πρώην: s. unter πρώην 2....
- ΤΖΑΜΑΡΙΑ, η...τζαμαρία,...
- ΤΖΟΥΡΑΣ, ο...τζουράς, ο (Plural: οι τζουράδες) [Musikinstrument] ...
- ΤΗΓΑΝΗΤΟΣ, -ή, -ό...τηγανητός, -ή, -ό 1) [in der Pfanne] gebraten: • ένα σινί με τηγανητά ψάρια ° eine Pfanne mit gebratenen Fischen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2) gebacken:...
- ΤΗΛΕΠΑΙΧΝΙΔΙ, το...τηλεπαιχνίδι, το παιχνίδι γνώσεων, ικανοτήτων ή τύχης που γίνεται σε τηλεοπτικό στούντιο, συνήθ. με συμμετοχή κοινού,...
- ΤΗΛΕΡΑΜΑ, το...Τηλέραμα, το [Anm.: Betonung auf der zweiten Silbe!...
- ΤΗΛΕΦΩΝΟ, το...τηλέφωνο, το χτυπώ το τηλέφωνο ° [jemanden] anrufen: • Ο Θεόδωρος δεν έχει οίκτο, λες και με παραμονεύει, μου χτυπά το τηλέφωνο μόλις το έχω κλείσει.* [Anm.:...