τέρας, το
(Gen.: του τέρατος // Pl.: τα τέρατα / Gen.: των τεράτων)
= das Ungeheuer / das Monstrum / der Unmensch // das Wunder / der Ausbund [Wendt]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...τελειωτικός, -ή, -ό • [...]· και στην τελειωτική την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός ° [...]; und in der entscheidenden Schlacht,...
- ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ, -α, -ο...τελευταίος, -α , -ο 1. [κάτι] είναι το τελευταίο: • Ήταν το τελευταίο που τους ένοιαζε. ° Das bekümmerte sie [= sc....
- ΤΕΛΕΦΕΡΙΚ, το...τελεφερίκ, το = [u.a.:] die Zahnradbahn [zB. jene am Lykavittos in Athen] ...
- ΤΕΛΙΚΑ...τελικά • Ο Μπέλα τελικά δεν έχει στραμπουλήξει το χέρι. Bela hat sich doch nicht die Hand verstaucht. [wie ursprünglich behauptet worden war] [DF+GF aus:...
- ΤΕΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...τελικός, -ή, -ό 1. τελικά [Adverb]: s. eigenes Stichwort 2. τελικά ρήματα / μη τελικά ρήματα:...
- ΤΕΛΟΣ , το...τέλος, το 1. Grundbedeutungen: a) das Ende b) die Gebühr (meist Pl.: τα τέλη) 2. τέλος πάντων: s. eigenes Stichwort ...
- ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ [bzw.] ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ...τέλος πάντων [bzw.] τελοσπάντων * *(so zB. die Schreibweise bei ΛΜΠ) Bedeutungsübersicht:...
- ΤΕΜΕΝΟΣ, το...τέμενος, το (Pl.: τα τεμένη) = die Moschee ...
- ΤΕΝΩΝ, ο...τένων, ο (Gen.: του τένοντος) = die Sehne [Wendt] ...
- ΤΕΠΕΛΕΝΙ, το...Τεπελένι, το (weiters: η Χειμάρρα,...
Nachher:
- ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ, -α, -ο...τεράστιος, -α, -ο Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe τεράστιος und πελώριος:...
- ΤΕΡΕΒΙΝΘΙΝΗ, η...τερεβινθίνη, η = das Terpentin ...
- ΤΕΡΜΑ, το...τέρμα, το 1. Grundbedeutungen: a) das Ende [örtlich oder zeitlich]:...
- ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΘΗΜΕΡΟΣ, -η, -ο...τεσσαρακονθήμερος, -η, -ο = vierzigtägig // (Substantiv / το): die vierzig Tage [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ...τεσσαράκοντα = vierzig [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ, -εις, -α [bzw.] ΤΕΣΣΕΡΙΣ, -ις, -α...τέσσερεις, -εις, -α [bzw.] τέσσερις, -ις, -α 1.1. zur Schreibweise: - τέσσερεις, -εις, -α [die von ΛΜΠ bevorzugte Form] [bzw.] - τέσσερις, -ις,...
- ΤΕΤΑ, η...τέτα, η Τέτες φώναζαν εκεί τις όχι άμεσα θείες ή γιαγιές, και γενικότερα τις ηλικιωμένες. [Anm.: άμεσα ! (im nächsten Satz hingegen die Formulierung:...
- ΤΕΤΑΓΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τεταγμένος, -η, -ο = 1) festgesetzt, bestimmt / 2) beauftragt (επί / mit) [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΤΡΑΚΙΣ...τετράκις = vier Mal [Wendt (alte Auflage)] ...