τρελαίνω


1. [allgemein]:

• τ’ αηδόνια στις ρεματιές με τα πλατάνια σε τρέλαιναν  °  die Nachtigallen in den platanenbewachsenen Schluchten sangen einen um den Verstand // die Nachtigallen in den Flussbetten mit den Platanen sangen betörend   [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]

• Ο Αλή νταής τρελάθηκε.  °  Ali Dayi war außer sich vor Freude. [sc. darüber, wie erfolgreich ich aus seinen von ihm bisher vernachlässigten Bienenstöcken den Honig erntete]   [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]


2. τρελαίνομαι για ... // τρελαίνομαι να ... :

• Τρελαίνουμαι [= Τρελαίνομαι] για τις παράξενες ιστορίες.  °  Ich bin verrückt auf selt­same Geschichten. [sc. verrückt danach, solche Geschichten zu hören / sie erzählt zu bekom­men]   [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Τρελαίνομαι να είμαστε μαζί. Αλλά δεν είμαι τόσο σίγουρη, αν κάτι τέτοιο μου ταιριάζει για μια ζωή.  °  Ich bin wahnsinnig gern mit dir zusammen. Aber ich [weibl.] bin mir nicht ganz so sicher, dass es auch fürs Leben passt.   [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• [...] ότι οι γυναίκες τρελαίνονται να τους ανοίγεις την πόρτα και να την κρατάς να περά­σουν πρώτες  °  [...], dass Frauen dafür schwärmen, wenn man ihnen die Tür aufhält und ihnen den Vortritt lässt   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


3. πάει, τρελάθηκα:

• Πάει, τρελάθηκα, μου ’στριψε ...  °  Jetzt ist es um mich geschehen, ich bin verrückt geworden, durchgedreht … [vor lauter Freude darüber, dass mich diese junge Frau angelächelt hat]    [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ // Anm.: drei Punkte jeweils im Original]

• Πάει τρελάθηκες.  °  Du spinnst!    [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΤΟΤΕ...τότε 1. [allgemein]: • Ήταν ίσως η μόνη φορά τότε που [...] ° Das war vielleicht das einzige Mal, wo [= dass] […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2. τότε είναι που ......
  • ΤΟΥΔΕ...τούδε • Από τούδε και στο εξής τίθεμαι στη διάθεσή σου, [...] ° Von nun an und immerdar steh ich zu deiner Verfügung, […] [GF+DF aus: Ταχτσής:...
  • ΤΟΥΜΠΕΚΙ, το...τουμπεκί, το κάνω τουμπεκί: "Τουμπεκί" λέγεται τούρκικα ο καπνός για το ναργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. [......
  • ΤΟΥΡΣΙ, το...τουρσί, το • καρυκεύματα Νόβα για τουρσί ° Nova-Gewürze [sc. Gewürze der (tschechischen) Marke Nova] für sauer Eingelegtes [GF+DF aus:...
  • ΤΟΥΤΟΣ, -η, -ο...τούτος, -η, -ο ([bzw.] ετούτος, -η, -ο) 1. Zur Unterscheidung zwischen αυτό und (ε)τούτο: s. unter αυτός, -ή, -ό (Z 5.1) 2. τούτος (-η, -ο) – ετούτος (-η, -ο):...
  • ΤΡΑΒΩ...τραβώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: ziehen [zB. ein Objekt] b) [intransitiv]: ziehen, gehen, sich auf den Weg machen etc....
  • ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ, η...τραγιάσκα, η = die Schirmmütze [wie sie z.B. Μάνος Ελευθερίου trägt] [Pons online] ...
  • ΤΡΑΚΟΣΑ...τρακόσα = τριακόσια [ΛΔΑ, σ. 15] ...
  • ΤΡΑΠΕΖΙ, το...τραπέζι, το 1. κάνω σε κάποιον το τραπέζι: του προσφέρω φαγητό (στο σπίτι μου ή σε εστιατόριο) [ΛΔΗ] – π.χ.:...
  • ΤΡΕΛΑ, η...τρέλα, η 1. [allgemein]: • Κείνος που έκανε την τρέλα είναι και υπόλογος· όχι εμείς. ° Jener, der die Dummheit gemacht hat [hier konkret: die Dummheit,...
Nachher:
  • ΤΡΕΛΟΣ, -ή, -ό...τρελός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Ο Πάνος μόλις μας είδε, έκανε σαν τρελός. Als Panos uns sah, war er außer sich vor Freude. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΤΡΕΜΩ...τρέμω 1. τρέμω + Akk. ° zittern vor [jemandem/etwas]: • [...], που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή ° ...[ein Schwerverbrecher],...
  • ΤΡΕΧΩ...τρέχω 1. [als Ausdruck der Fortbewegung]: a) laufen b) fahren [BSe s. unter fahren (Z I.5)] c) rasen / sausen [etc.] [iS von:...
  • ΤΡΕΧΩΝ, ουσα, -ον...τρέχων, -ουσα, -ον 1) laufend: • το τρέχον έτος ° im laufenden Jahr [erhöhte sich der Umsatz um 10 %] • από την 7η τρέχοντος μηνός ° ab 7....
  • ΤΡΙΑΝΑ, η...Τριάνα, η = "η Τριάνα του Χειλά": Λίγο-πολύ στο ίδιο στιλ με τον "Τζίμη τον Χονδρό" λειτουργούσαν και τα άλλα λαϊκά κέντρα της Αθήνας, [...]:...
  • ΤΡΙΓΥΡΙΖΩ [bzw.] ΤΡΙΓΥΡΝΩ...τριγυρίζω [bzw.] τριγυρνώ • Έτσι προτίμησα να τριγυρνάω στους δρόμους. Da lief ich lieber wieder [ziellos] durch die Straßen....
  • ΤΡΙΣ...τρις = τρεις φορές [Anm.: vgl. "τρις." = Abkürzung für: τρισεκατομμύριo/-α] ...
  • ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ, το...τρισεκατομμύριο, το = die Billion – zB.: • οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια = $ 8.000.000.000.000 ...
  • ΤΡΙΧΑ, η...τρίχα, η 1. Grundbedeutung: das [einzelne] Haar – zB.: • Τις άσπρες μου τρίχες μετράς; ° Zählst du meine weißen Haare?...