τρίχα, η
1. Grundbedeutung:
das [einzelne] Haar – zB.:
• Τις άσπρες μου τρίχες μετράς; ° Zählst du meine weißen Haare? [weil du dich so über meinen Kopf beugst]
2. στην τρίχα:
• Ο καθηγητής το ήθελε στην τρίχα. ° Der Professor [sc. der Vorstand dieser Spitalsstation] wollte alles [wörtl.: wollte sie (= die Station / το τμήμα)] tipptopp haben [sc. sauber, aufgeräumt usw.]. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
3. τρίχες ° Quatsch [iS von: Unsinn, dummes Zeug (was die da behaupten)] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΤΡΕΛΑ, η...τρέλα, η 1. [allgemein]: • Κείνος που έκανε την τρέλα είναι και υπόλογος· όχι εμείς. ° Jener, der die Dummheit gemacht hat [hier konkret: die Dummheit,...
- ΤΡΕΛΑΙΝΩ...τρελαίνω 1. [allgemein]:...
- ΤΡΕΛΟΣ, -ή, -ό...τρελός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Ο Πάνος μόλις μας είδε, έκανε σαν τρελός. Als Panos uns sah, war er außer sich vor Freude. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΤΡΕΜΩ...τρέμω 1. τρέμω + Akk. ° zittern vor [jemandem/etwas]: • [...], που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή ° ...[ein Schwerverbrecher],...
- ΤΡΕΧΩ...τρέχω 1. [als Ausdruck der Fortbewegung]: a) laufen b) fahren [BSe s. unter fahren (Z I.5)] c) rasen / sausen [etc.] [iS von:...
- ΤΡΕΧΩΝ, ουσα, -ον...τρέχων, -ουσα, -ον 1) laufend: • το τρέχον έτος ° im laufenden Jahr [erhöhte sich der Umsatz um 10 %] • από την 7η τρέχοντος μηνός ° ab 7....
- ΤΡΙΑΝΑ, η...Τριάνα, η = "η Τριάνα του Χειλά": Λίγο-πολύ στο ίδιο στιλ με τον "Τζίμη τον Χονδρό" λειτουργούσαν και τα άλλα λαϊκά κέντρα της Αθήνας, [...]:...
- ΤΡΙΓΥΡΙΖΩ [bzw.] ΤΡΙΓΥΡΝΩ...τριγυρίζω [bzw.] τριγυρνώ • Έτσι προτίμησα να τριγυρνάω στους δρόμους. Da lief ich lieber wieder [ziellos] durch die Straßen....
- ΤΡΙΣ...τρις = τρεις φορές [Anm.: vgl. "τρις." = Abkürzung für: τρισεκατομμύριo/-α] ...
- ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ, το...τρισεκατομμύριο, το = die Billion – zB.: • οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια = $ 8.000.000.000.000 ...
Nachher:
- ΤΡΟΜΑΡΑ, η...τρομάρα, η • Τρομάρα μου, η Τζέλικα θέλει μια παράξενη ιστορία. [...] Τι να της πω τώρα; ° Ach du Schreck,...
- ΤΡΟΜΕΡΟΣ, -ή, -ό...τρομερός, -ή, -ό 1) [als Ausdruck einer negativen Bewertung]: furchtbar / schrecklich: • Οι τρομερές συνέπειες του πολέμου....
- ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τρομοκρατημένος, -η, -ο • ήταν ένας τρομοκρατημένος οδηγός, που αντί για φρένο πάτησε γκάζι ° [es] war ein irritierter Autofahrer,...
- ΤΡΟΠΑΡΙ, το...τροπάρι, το άλλαξε τροπάρι: Δηλαδή, βαρέθηκε ν’ ακούει τα ίδια και τα ίδια και του λέει ν’ αλλάξει τροπάρι....
- ΤΡΟΠΟΣ, ο...τρόπος, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. βρίσκω τρόπο να ... 3. με τρόπο 4. με κάθε τρόπο 5. έχω έναν τρόπο 6. έχω τον τρόπο μου (με κάποιον) 7....
- ΤΡΟΧΟΣ, ο...τροχός, ο θα γυρίσει ο τροχός ° θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο [Εμμ.] zur Herkunft s. Νατσ., σ....
- ΤΡΩΩ...τρώω 1. Grundbedeutung: essen 2. iS von: [etwas Unangenehmes] abbekommen [etc.]: a) τρώω ξύλο ° verprügelt werden / Prügel bekommen (beziehen):...
- ΤΣΑΚΙΖΩ...τσακίζω τσακισμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
- ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...τσακισμένος, -η, -ο • Ήμουνα τσακισμένος από κούραση και συγκίνηση, μα τράβηξα ίσια στο χωράφι. Ich [männl....