τυχόν

[Adverb, zuweilen in adjektivischer Verwendung]


1. αν τυχόν (και) ... :

• Αν τυχόν είναι αλήθεια ότι [...]

Wenn es stimmen sollte, dass [...]

[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Αν τυχόν δεν με βρεις σε τρεις ώρες, περίμενέ με εδώ!

Falls du mich in drei Stun­den nicht antref­fen solltest, warte hier auf mich!   [DF+GF aus: Kalimerhaba]

• [...], για να ’ναι δίπλα του, αν τυχόν και φωνάξει τ’ όνομά της μες στη νύχτα

[...], um bei ihm zu sein, wenn er vielleicht nachts ihren Namen rief [= rufen sollte]

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• αν τυχόν αρνιόντουσαν να τους κρύψουν

falls sie sich weigerten [= weigern soll­ten], diesen [rtl.: ihnen] Unterschlupf zu ge­wäh­ren   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


2. μην τυχόν (και) ... :

   [Anm.: vgl. in denselben Bedeutungen: "μην τύχει και …" (s. unter τυχαίνω)]

       a) ob nicht etwa ...  //  ob nicht vielleicht …  //  ob nicht womöglich … :

• Κι αφού κοίταξαν και οι δυο συνωμοτικά πίσω τους, για να δουν μη τυχόν και ερχό­ταν κανείς άλλος, προχώρησαν.

Und nachdem beide verschwörerisch zu­rückgeschaut (hinter sich geschaut) hatten, um zu sehen, ob nicht vielleicht (ob nicht etwa) jemand Αnderer kam (käme), gingen sie weiter.


[bzw. auch:]

       b) damit (nur) ja nicht … // damit bloß nicht … // damit nicht womöglich … :

• [...] μην τυχόν τους ποτίσει κρυφά κάποιος με κρασί ή ό,τι άλλο.

[Anm.: kein "και" nach "τυχόν"]

[…(die Väter be­wach­ten ihre Kinder)], da­mit keiner ihnen [den Kindern] heimlich Wein oder irgend et­was anderes einflößen konnte.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• μην τυχόν δουν κι αγαπήσουν αυτόν τον Ησύχιο […]

[Anm.: kein "και" nach "τυχόν"]

dass [= damit] sie [sc. die Mäd­chen] bloß nicht diesen Hesychios zu sehen bekom­men, sich in ihn verlieben […]     [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Φοβήθηκαν να το δοκιμάσουν μην τυχόν είχε τίποτα, μα, τελικά, όποιος το δοκίμασε δεν θα ’θελε να πίνει τίποτ’ άλλο ώσπου να πεθάνει.

Zunächst zögerten sie, davon zu probieren [sc. von dem Wein, den ihnen ein Unbe­kannter in einer Korbflasche in den Garten gestellt hatte], womöglich stimmte etwas nicht damit, wer es dann aber schließ­lich wagte, wollte bis an sein Lebensende nichts anderes mehr trinken.  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


weiteres BS (für Bedeutung b):

• "Η άμαξα μες στη βροχή / τράβα, αμαξά, μη μου βραχεί / 

το κορίτσι που ’ναι μέσα / όμορφο σαν πριγκηπέσα / μη μου βραχεί /

το κορίτσι που ’ναι μέσα / όμορφο σαν πριγκηπέσα / μην τυχόν και μου βραχεί."

[Χαράλαμπος Βασιλειάδης: τραγούδι "Η άμαξα μες στη βροχή"]

[Anm.: "μη μου" und "μην τυχόν και μου" hier also offensichtlich in synonymer Verwendung]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΤΣΙΡΙΓΟ, το...Τσιρίγο, το Το Τσιρίγο είναι το νησί Κύθηρα και τα Κύθηρα στη συνέχεια είναι, αν και πολύ μακριά από τα άλλα, ένα από τα εφτάνησα. [Νατσ., σ....
  • ΤΣΟΥΖΩ...τσούζω το τσούζω [bzw.] τα τσούζω ° sich betrinken [Pons online] / sich betrinken, saufen [Langenscheidt online] / sich volllaufen lassen [Τριανταφύλλου:...
  • ΤΣΟΥΡΜΟ, το...τσούρμο, το • ήταν ένα τσούρμο παιδιά εκεί ° da war ein ganzer Schwarm von Kindern [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΤΣΟΥΧΤΕΡΟΣ, -ή, -ό...τσουχτερός, -ή, -ό • με τσουχτερό κρύο και χιονιά ° bei klirrender Kälte und Schneegestöber [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΤΥΠΟΣ, ο...τύπος, ο 1. για τον τύπο ° der Form halber [BSe s. unter Form, die (Z 6)] 2. ωραίος τύπος: BSe s. unter ωραίος, -α, -ο ...
  • ΤΥΦΛΑ, η...τύφλα, η τύφλα να ’χει ο (η/το) ... : • Τύφλα να ’χει η συναίσθηση της απεριόριστης παντοδυναμίας ενός Νέρωνα,...
  • ΤΥΦΛΟΣ, -ή, -ό...τυφλός, -ή, -ό στα τυφλά ° aufs Geratewohl ...
  • ΤΥΧΑΙΝΩ...τυχαίνω [oft unpersönlich in der 3. Person verwendet (τυχαίνει)] (St. II: να τύχω // Aorist: έτυχα // Paratatikos: τύχαινα) praktikable Übersetzungen:...
  • ΤΥΧΕΙ (θα, να, ...)...τύχει (θα, να, ...) s. τυχαίνω ...
  • ΤΥΧΗ, η...τύχη, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. καλή τύχη 3. στην τύχη 4. κατά τύχη 5. έχω τύχη 6. καθένας με την τύχη του 7. το φέρνει (τα φέρνει) η τύχη: s....
Nachher:
  • ΤΥΧΩΝ, -ούσα, -όν...τυχών, -ούσα, -όν 1. Grundbedeutung: που δεν τον έχουν επιλέξει με βάση ορισμένα κριτήρια· οποιοσδήποτε [ΛΚΝ] // beliebiger, -e, -es: • Από δύο τυχόντα σημεία,...
  • ΤΩΡΑ...τώρα 1. Grundbedeutung: jetzt 2. τώρα πια ° jetzt [= anders als früher] / mittlerweile / inzwischen – zB.: • Τώρα πια είναι αργά. ° Jetzt ist es zu spät....
  • ΥΠΑΙΘΡΙΟΣ, -α, -ο...υπαίθριος, -α, -ο • στις υπαίθριες αγορές ° auf den Straßenmärkten [zB. indischer Städte] [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
  • ΥΠΑΙΘΡΟ, το...ύπαιθρο, το 1. Bedeutung: das Freie [im Gegensatz zum Inneren eines Gebäudes] zB.:...
  • ΥΠΑΙΘΡΟΣ, η...ύπαιθρος, η 1. Bedeutung: das Land [im Gegensatz zur Stadt] zB.: • άνθρωποι που ζουν στην ύπαιθρο ° Menschen,...
  • ΥΠΕΡΑΞΙΑ, η...υπεραξία, η [im Zusammenhang mit der Besteuerung von Aktien]:...
  • ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ, το...υπεραστικό, το = [Kurzform für:] το υπεραστικό λεωφορείο ...
  • ΥΠΕΡΒΑΣΗ, η...υπέρβαση,...
  • ΥΠΕΡΙΣΧΥΩ...υπερισχύω • "Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει" [Gedichttitel] ° "Ioánnis Kandakusinós gewinnt die Oberhand" [GF+DF aus: Καβάφης:...