τύχη, η


Übersicht:

1. Grundbedeutungen

2. καλή τύχη

3. στην τύχη

4. κατά τύχη

5. έχω τύχη

6. καθένας με την τύχη του

7. το φέρνει (τα φέρνει) η τύχη: s. unter φέρνω (Z 4.1)

8. αλλάζω την τύχη: s. unter αλλάζω (Z 2)


1. Grundbedeutungen:

       a) das Glück:

• Με λίγη τύχη θα τον πιάσουμε αυτή τη φορά.  °  Mit ein bisschen Glück werden wir ihn [sc. den gesuchten Mörder] diesmal erwischen.

• Είχα την τύχη να είμαι φίλος του.  °  Ich hatte das Glück, ein Freund von ihm zu sein.

       b) das Schicksal:

• η παραπέρα τύχη του  °  sein weiteres Schicksal [sc. was mit ihm nach der Verhaftung geschah] [ist unbekannt]

• Ήταν ειρωνεία της τύχης που [...]  °  Es war eine Ironie des Schicksals, dass [...]

       c) der Zufall:

• το αφήνω στην τύχη  °  ich überlasse es dem Zufall


2. καλή τύχη  °  viel Glück / alles Gute:

• καλή τύχη  °  viel Glück [das man jemandem (für seine Zukunft) wünscht]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Καλή τύχη στο γιατρό!  °  Alles Gute beim Arzt! [Wunsch bei der Verabschiedung von jemandem, dem ein Arzt­besuch bevorsteht]   [Eigenübersetzung]

• Ήρθα να σου ευχηθώ καλή τύχη.  °  Ich bin gekommen, um dir alles Gute (viel Glück) [für dein bevorstehendes Bewer­bungsgespräch] zu wünschen.   [Eigenübersetzung]


3. στην τύχη  °  wahllos [zB. 10 Männer aus der Gruppe als Gefangene herausgreifen] / auf gut Glück


4. κατά τύχη  °  zufällig / durch Zufall:

• Κι όταν κατά τύχη αντάμωναν τα βλέμματά τους, [...]  °  Und (immer) wenn sich zufällig (durch Zufall) ihre Blicke trafen, [...]


5. έχω τύχη:

Zur (missverständlichen) Verwendung des Ausdrucks (im Sinne von: "eine Chance haben" anstelle von "Glück haben") s. Α. Παππάς, Υπο-γλώσσια, S. 145 f. [Unterstreichungen nicht im Original]:

Προ ετών, όταν αυτού του τύπου οι εκφράσεις [Anm.: sc. "Έχουμε, άραγε, τύχη;"] είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας, θυμάμαι αθλητικό ρεπόρτερ, [...], να ρωτάει έλληνα προ­πονητή μιας κάποιας ηλικίας: "Πιστεύετε ότι η ομάδα σας έχει τύχη στο φετινό πρωτά­θλημα;". "Γιατί το λες αυτό;", απάντησε ο σεβάσμιος προπονητής. "Δεν νομίζω ότι μέχρι τώρα ήμασταν τυχεροί. Μάλλον το αντίθετο θα έλεγα". Με άλλα λόγια: "Τι κάνεις, Γιάννη; Κουκιά σπέρνω", αφού ο μεν "μοντέρνος" ρεπόρτερ με τις (ας πούμε) γνώσεις αγγλικής ρωτούσε αν η ομάδα είχε ελπίδες/πιθανότητες να πάρει το πρωτάθλημα, ενώ ο συνο­μι­λητής του διαμαρτυρόταν γιατί οι έως τότε επιτυχίες του αποδίδονταν ... στην τύχη.

Έκτοτε βέβαια, τα "δεν έχουμε τύχη", "καμιά τύχη", κ.λπ., ως ελληνική εκδοχή του "we have no chance", έχουν σχεδόν καθιερωθεί, και επομένως ακόμη και άτομα μιας κά­ποιας ηλικίας είναι δύσκολο πια να μην καταλάβουν τι ρωτάει ο δημοσιογράφος.

Όμως, γιατί άραγε είναι απαραίτητο να μεταφράζουμε κατά λέξη έναν αγγλικό ιδιωμα­τισμό για να πούμε "έχουμε αρκετές ελπίδες", "δεν έχουμε καμιά ελπίδα", κ.ο.κ.;


6. καθένας με την τύχη του:

• Όσο για μας – τέλος πάντων, καθένας με την τύχη του, που λένε.  °  Was uns betrifft – na ja, jeder hat sein Bündel zu tragen, wie man so sagt.   [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΤΣΙΠΟΥΡΟ, το...τσίπουρο, το zum Unterschied zwischen τσίπουρο und ούζο: s. unter ούζο, το ...
  • ΤΣΙΡΙΓΟ, το...Τσιρίγο, το Το Τσιρίγο είναι το νησί Κύθηρα και τα Κύθηρα στη συνέχεια είναι, αν και πολύ μακριά από τα άλλα, ένα από τα εφτάνησα. [Νατσ., σ....
  • ΤΣΟΥΖΩ...τσούζω το τσούζω [bzw.] τα τσούζω ° sich betrinken [Pons online] / sich betrinken, saufen [Langenscheidt online] / sich volllaufen lassen [Τριανταφύλλου:...
  • ΤΣΟΥΡΜΟ, το...τσούρμο, το • ήταν ένα τσούρμο παιδιά εκεί ° da war ein ganzer Schwarm von Kindern [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΤΣΟΥΧΤΕΡΟΣ, -ή, -ό...τσουχτερός, -ή, -ό • με τσουχτερό κρύο και χιονιά ° bei klirrender Kälte und Schneegestöber [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΤΥΠΟΣ, ο...τύπος, ο 1. για τον τύπο ° der Form halber [BSe s. unter Form, die (Z 6)] 2. ωραίος τύπος: BSe s. unter ωραίος, -α, -ο ...
  • ΤΥΦΛΑ, η...τύφλα, η τύφλα να ’χει ο (η/το) ... : • Τύφλα να ’χει η συναίσθηση της απεριόριστης παντοδυναμίας ενός Νέρωνα,...
  • ΤΥΦΛΟΣ, -ή, -ό...τυφλός, -ή, -ό στα τυφλά ° aufs Geratewohl ...
  • ΤΥΧΑΙΝΩ...τυχαίνω [oft unpersönlich in der 3. Person verwendet (τυχαίνει)] (St. II: να τύχω // Aorist: έτυχα // Paratatikos: τύχαινα) praktikable Übersetzungen:...
  • ΤΥΧΕΙ (θα, να, ...)...τύχει (θα, να, ...) s. τυχαίνω ...
Nachher:
  • ΤΥΧΟΝ...τυχόν [Adverb, zuweilen in adjektivischer Verwendung] 1. αν τυχόν (και) ... : • Αν τυχόν είναι αλήθεια ότι [...] Wenn es stimmen sollte, dass [...] [DF+GF aus:...
  • ΤΥΧΩΝ, -ούσα, -όν...τυχών, -ούσα, -όν 1. Grundbedeutung: που δεν τον έχουν επιλέξει με βάση ορισμένα κριτήρια· οποιοσδήποτε [ΛΚΝ] // beliebiger, -e, -es: • Από δύο τυχόντα σημεία,...
  • ΤΩΡΑ...τώρα 1. Grundbedeutung: jetzt 2. τώρα πια ° jetzt [= anders als früher] / mittlerweile / inzwischen – zB.: • Τώρα πια είναι αργά. ° Jetzt ist es zu spät....
  • ΥΠΑΙΘΡΙΟΣ, -α, -ο...υπαίθριος, -α, -ο • στις υπαίθριες αγορές ° auf den Straßenmärkten [zB. indischer Städte] [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
  • ΥΠΑΙΘΡΟ, το...ύπαιθρο, το 1. Bedeutung: das Freie [im Gegensatz zum Inneren eines Gebäudes] zB.:...
  • ΥΠΑΙΘΡΟΣ, η...ύπαιθρος, η 1. Bedeutung: das Land [im Gegensatz zur Stadt] zB.: • άνθρωποι που ζουν στην ύπαιθρο ° Menschen,...
  • ΥΠΕΡΑΞΙΑ, η...υπεραξία, η [im Zusammenhang mit der Besteuerung von Aktien]:...
  • ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ, το...υπεραστικό, το = [Kurzform für:] το υπεραστικό λεωφορείο ...
  • ΥΠΕΡΒΑΣΗ, η...υπέρβαση,...