φοβάμαι
1. Grundbedeutungen:
a) Angst haben / sich fürchten (vor / Akk.)
b) befürchten / fürchten
2. φοβάμαι πως/ότι – φοβάμαι μήπως (μη) – φοβάμαι να:
Zur Verwendung bzw. Unterscheidung s. Mackridge, S. 415 f. (GF) bzw. S. 299 f. (EF):
a) Zur (subtilen) Unterscheidung zwischen φόβαμαι πώς/ότι und φοβάμαι μήπως (μη):
Εναλλακτικά έπειτα από εκφράσεις φόβου γίνεται χρήση του "ότι" ή "πως", αντί "μη/μήπως"*: Όταν γίνεται χρήση του "ότι/πως", το υποκείμενο αντιλαμβάνεται πιο πολύ σαν πραγματική την κατάσταση που του προκαλεί φόβο (σ’ αυτές τις περιπτώσεις, για μελλοντική αναφορά χρησιμοποιείται το "θα" + κατάλληλος ρηματικός τύπος).
*[EF: After expressions of fearing, "μη/μήπως" may alternate with "ότι/πως"]
b) Zur Verwendung von φοβάμαι να:
Όταν το υποκείμενο των δύο ρημάτων είναι το ίδιο και το νόημα όλης της περιόδου είναι όχι ότι κάποιος φοβάται μήπως συμβεί αυτό που λέει η δευτερεύουσα πρόταση, αλλά ότι φοβάται να επιτελέσει ο ίδιος την ενέργεια του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης, τότε χρησιμοποιείται η έκφραση "φοβάμαι να".
c) Näheres zur Verwendung von μήπως (μη):
[Anm.: allgemein zu der Konstruktion s. unter μην / μη (Z 4)]
Ως σύνδεσμο υπόταξης μπορούμε να εξετάσουμε το "μη" σε δύο περιπτώσεις: αν εξαρτάται από ρήμα ή ισοδύναμη φράση που δηλώνει φόβο (οπότε συχνότερα από το "μη" χρησιμοποιείται το "μήπως") ή αν [...]. [...]
Προτάσεις εξαρτημένες από κάποια έκφραση φόβου δηλώνουν τι προκαλεί στο υποκείμενο της κύριας πρότασης το φόβο. Κι αν αυτό σε σχέση με το κύριο ρήμα είναι υστερόχρονο, εκφέρεται σε μη παρωχημένο συνοπτικό· αν είναι σύγχρονο, εκφέρεται σε μη παρωχημένο εξακολουθητικό, ενώ σε παρωχημένους χρόνους εκφέρεται το προτερόχρονο.
• έτρεμαν μη και το ανακαλύψει κανένας καθηγητής ° they were afraid [lit. "they trembled"] that some teacher might discover it [Anm.: eckige Klammern im Original]
• το ’σκασε από φόβο μην το χτυπήσουν ° he ran off, for fear he might be beaten
• φοβήθηκα μήπως τον έπιασε ο διάβολος και με σκοτώσει ° I became afraid the devil might have got into him and he might kill me
Weitere BSe für die Verwendung von "φοβάμαι μη(ν)" (bzw. auch "φοβάμαι να μη{ν}") s. unter der folgenden Ziffer.
3. (weitere) Beispiele für die Verwendung von φοβάμαι μη(ν) (bzw. auch: φοβάμαι να μη{ν}):
• ο φόβος μου μη μείνω έγκυος |
meine Angst, schwanger zu werden |
• σαν να φοβόντουσαν μη λιποθυμήσω ή μην τους φύγω |
als hätte man [= als hätten sie] Angst, ich könne ohnmächtig werden oder weglaufen [so nachdrücklich ließen sie mich Platz nehmen] [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• σαν να φοβόταν μην έρθει κάποιος και του τα πάρει |
als hätte er Angst, jemand würde [*] plötzlich auftauchen und sie ihm wegnehmen [so hastig verschlang Petros die Nüsse = τα καρύδια] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] *[alternative Übersetzungsmöglichkeit: "könn(t)e"] |
• Απλώς δεν άφηνε να τον πλησιάζουν, γιατί φοβόταν να μην πληγωθεί. |
Er ließ einfach [emotional] nichts mehr an sich heran, weil er Angst hatte, verletzt zu werden. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Φοβόταν τόσο να μην πονέσει. |
Er fürchtete sich so vor dem Schmerz. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
• Φοβάμαι να πλησιάσω μη φάω καμμιά κλωτσιά. |
Ich habe Angst, in ihre Nähe zu gehen [sc. in die Nähe der Tiere im Stall] und womöglich einen Tritt zu bekommen. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
4. Beispiele für eine synonyme Verwendung von φοβάμαι πως/ότι einerseits
und φοβάμαι μήπως bzw. φοβάμαι μην τυχόν andererseits:
[Anm.: zum subtilen Bedeutungsunterscheid zwischen "φόβαμαι πώς/ότι" und "φοβάμαι μήπως" s. oben (Z 2a)]
BS 1:
Τα ξέρω όλα αυτά. Αφού σου είπα όμως ότι φοβόμουν πως η όλη ιστορία θα φάει πολλές τηλεφωνικές μονάδες. |
Το ξέρω. Αφού σου είπα [όμως] ότι φοβήθηκα μήπως η όλη ιστορία φουσκώσει το λογαριασμό [του τηλεφώνου]. |
° Weiß ich doch alles. [sc.: dass man im Internet angenehm chatten kann etc.] Aber ich habe dir doch schon gesagt, dass ich Angst hatte, die ganze Sache [sc. Internetbenützung] frisst zu viele Telefongebühren. [und deshalb habe ich an keinem Chat teilgenommen] [GF 1, GF 2 + DF aus: Friedrich: Currywurst] |
BS 2:
Τότε φοβόμουν πάντα ότι ο βενζινάς θα αρνιόταν να δεχτεί εντολές από έναν παπαγάλο. |
Φοβόμουν μήπως ο βενζινάς αρνιόταν να εκτελέσει τις εντολές ενός παπαγάλου. |
° Da hatte ich immer Angst, der Tankwart würde sich weigern, Aufträge eines Papageis entgegenzunehmen. [GF 1, GF 2 + DF jeweils aus: Schwaiger: Salz] |
BS 3:
Αυτή τη φορά ο Κρις κοίταξε γύρω του σαν να φοβόταν ότι κάποιος μπορούσε να μας ακούσει. |
Αυτή τη φορά ο Κρις κοίταξε γύρω του καχύποπτα λες και φοβόταν μην τυχόν ακούσει κανείς τι θα έλεγε. |
° Dieses Mal sah Chris sich um, als fürchtete er, jemand könne uns hören. [GF 1, GF 2 + DF aus: Friedrich: Currywurst] |
Weitere Wörter:
- ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ, η...φιλοδοξία, η 1) der Ehrgeiz 2) die Zielsetzung, die Bestrebung; die Ambition [zB.: οι επαγγελματικές μου φιλοδοξίες] ...
- ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, η...φιλολογία, η • ένας καθηγητής της φιλολογίας ° ein Literaturprofessor [DF+GF aus den Aphorismen von Karl Kraus bzw....
- ΦΙΛΟΦΡΟΝΗΣΗ, η...φιλοφρόνηση, η [Anm.: η φιλοφρόνηση ist zu unterscheiden von: η φιλοφροσύνη!] = das Kompliment: • Εάν μας γίνει μια φιλοφρόνηση,...
- ΦΙΛΟΦΡΟΣΥΝΗ, η...φιλοφροσύνη, η [Anm.: η φιλοφροσύνη ist zu unterscheiden von: η φιλοφρόνηση!] = die Liebenswürdigkeit:...
- ΦΙΛΩ...φιλώ (-άς) [Anm.: φιλώ ist zu unterscheiden von φυλώ !] 1. [allgemein]: küssen: • Ξαφνικά ο Μαξίμ άρχισε να με φιλάει όπως δε με είχε φιλήσει ποτέ. [Anm.:...
- ΦΙΡΙ-ΦΙΡΙ...φιρί-φιρί (bzw. φυρί-φυρί) πάω φιρί-φιρί [bzw.] πάω φυρί-φυρί ° επιδιώκω, προσπαθώ, γυρεύω να βρω αφορμή για να κάνω κάτι [ΛΔΗ, σ. 407] π.χ.:...
- ΦΙΣΚΑ...φίσκα • Φίσκα τα πλοία. ° Platzen aus allen Nähten die Schiffe. [so viele Menschen (Flüchtlinge) und Habseligkeiten befinden sich auf ihnen] [GF+DF aus:...
- ΦΙΣΤΙΚΙ, το...φιστίκι, το (auch: φυστίκι, το) 1) το αράπικο φιστίκι ° die Erdnuss 2) το φιστίκι Αιγίνης ° die Pistazie ...
- ΦΛΟΓΙΖΩ...φλογίζω • τραγουδούσα με πάθος νιώθοντας τα μάγουλα να φλογίζονται ° ich sang voller Hingabe, fühlte dabei meine Wangen glühen [GF+DF aus:...
- ΦΛΟΚΑΤΗ, η...φλοκάτη, η es handelt sich um eine Teppichart (lt. Griechisch für die Reise {Berlitz}: "langhaariger Wollteppich"; lt. Langenscheidt online:...
- ΦΟΒΕΡΟΣ, -ή, -ό...φοβερός, -ή, -ό 1) [als Ausdruck einer negativen Bewertung]: furchtbar / schrecklich:...
- ΦΟΒΟΣ, ο...φόβος, ο 1. Grundbedeutungen: a) die Angst [bzw.] die Furcht: • ο φόβος της μη χάσει τον Ησύχιο ° ihre Angst,...
- ΦΟΙΝΙΚΑΣ, ο...φοίνικας, ο (Gen.: του φοίνικα / Akk.: τον φοίνικα) 1) (auch o Φοίνικας // ο Φοίνιξ): der Phönix [mythischer Vogel der Antike] s. dazu zB. Σιέττος: Ανθολόγιον,...
- ΦΟΙΝΙΞ, ο...φοίνιξ, ο [bzw.] Φοίνιξ, ο s. φοίνικας, ο (Z 1) ...
- ΦΟΡΑ, η (Ι) (= φόρα, η)...φόρα, η [Anm.: η φόρα ist zu unterscheiden von: η φορά !] 1. Grundbedeutungen: - der Schwung - der Anlauf 2. παίρνω φόρα: • Μπαίνοντας στην εθνική οδό,...
- ΦΟΡΑ, η (ΙΙ) (= φορά, η)...φορά, η [Anm.: η φορά ist zu unterscheiden von: η φόρα !] Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καμιά φορά 3. κάποια φορά 4. είναι φορές που [......
- ΦΟΡΜΑΪΚΑ, η...φορμάικα, η • εξαιτίας της πράσινης φορμάικας στην κουζίνα, τόσο της μόδας στη δεκαετία του ’60 ° wegen des grünen Resopals in der Küche,...
- ΦΟΡΜΑΙΚΑ, η ...richtig: ΦΟΡΜΑΪΚΑ, η ...
- ΦΟΡΟΣ, ο...φόρος, ο 1. Grundbedeutung: die Steuer 2. ο φόρος τιμής ° die Hommage, die Huldigung, der Tribut ...