μην [bzw.] μη
Übersicht: 1. Wortart 2. Zur Unterscheidung μην – μη 3. Bedeutung u.a.: για να μην 4. μη(ν) nach Verben (bzw. Hauptwörtern), die Befürchtung, Besorgnis, Verdacht etc. ausdrücken 5. Verwendung in Aufforderungssätzen 6. [lt. ΛΜΠ volkstümlich:] Verwendung in (direkten) Fragesätzen 7. αν μη τι άλλο 8. μην τυχόν (και) ... : s. unter τυχόν (Z 2) |
1. Wortart:
αρνητικό μόριο που συνάπτεται με ρηματικούς και ονοματικούς τύπους [ΛΜΠ]
2. zur Unterscheidung μην – μη:
a) [allgemeine Regel]:
"μην" πριν από φωνήεν ή από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ
b) [Spezialfall 1]:
λαϊκ., μόνο ως "μην": για να εισαγάγει ευθεία ερώτηση, οπότε φανερώνει απορία, ενδοιασμό ή και προσδοκία τού υποκειμένου – π.χ.:
• μην είδες τον Γιώργο;
• μην τυχόν βαρέθηκες και θέλεις να πηγαίνουμε;
c) [Spezialfall 3]:
μόνο ως "μη", με ονοματικούς τύπους: αντιστρέφει την έννοια τής λέξεως με την οποία συνεκφέρεται, δηλώνοντας την άρνησή της – π.χ:
• μη ανανέωση τής εγγραφής συνεπάγεται διαγραφή από τα μητρώα
• μη ευσυνείδητος
• μη έμπειρος
• μη κατέχων τα πράγματα
• τα σταθμευμένα ή μη αυτοκίνητα
[Quelle: ΛΜΠ]
3. Bedeutung u.a.: για να μην ("όπου το «για» ή και το «να» παραλείπονται") [ΛΔΗ, σ. 226]
π.χ.:
• Φύγε, καλύτερα, μην μετανοήσεις. (= για να μην μετανοήσεις) [ΛΔΗ]
• Φόρεσε το παλτό σου, μην αρρωστήσεις. [ΛΔΗ]
• Δεν θέλει, λέει, να πάει με τα πόδια, να μην κουραστεί. [ΛΔΗ]
• Θα πάρει ταξί, να μην αργήσει. [ΛΔΗ]
• Πάψε τώρα (για να) μην φας καμιά και δεις τον ουρανό σφοντύλι! [ΛΔΗ, σ. 368]
• άπλωσε το χέρι του, προσεχτικά, μην την ξυπνήσει ° vorsichtig, um sie nicht aufzuwecken, streckte er seine Hand aus
4. μη(ν) nach Verben (bzw. Hauptwörtern), die Befürchtung, Besorgnis, Verdacht etc. ausdrücken:
[μην / μη] με ρήματα ή εκφράσεις που σημαίνουν φόβο, στενοχώρια, υποψία κ.λπ., αντικαθιστά το "μήπως" και δηλώνει φόβο, φροντίδα, ενδοιασμό [ΛΜΠ]
[bzw.:]
[μην / μη] εισάγει δευτερεύουσες ενδοιαστικές προτάσεις· μήπως [ΛΚΝ]
π.χ.:
• Κράτησα την αναπνοή μου από το φόβο μην προδοθώ από την ανάσα μου. ° Ich hielt die Luft an, aus Angst, ich würde mich durch mein Atmen verraten.
[Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung desselben deutschen Satzes:
Σταμάτησα ν’ αναπνέω, απ’ το φόβο μου μήπως με προδώσει η αναπνοή μου.
[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]
• ν[ο]ιάζεται μη σκεβρώσει η βάρκα του εκεί κάτου [= κάτω] στο νησί ° er sorgt sich [= ist besorgt], dass sich dort unten auf der Insel sein Boot verziehen könnte [weil es (in seiner Abwesenheit) schon so lange an Land liegt] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
• ο φόβος της μη χάσει τον Ησύχιο ° ihre Angst, Hesychios [= ihren Ehemann] zu verlieren [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• φοβάμαι μη μoυ κρύβεις την αλήθεια [ΛΜΠ]
• το έσκασε από φόβο μην τη χτυπήσουν [ΛΜΠ]
• Φοβάται μη δεν ξαναγυρίσουν. [Anm.: μη δεν *] [ΛΚΝ]
• Φοβάται να μην κρυώσουν. [Anm.: να μην!] [ΛΚΝ]
• Έχω αγωνία να μη δεν προλάβω το τρένο. [Anm.: να μη δεν!] [ΛΚΝ]
weitere BSe:
• s. unter φοβάμαι (Z 3)
5. Verwendung in Aufforderungssätzen:
• Μη σε πικραίνουν αυτά ... |
Du darfst darüber nicht traurig sein. |
6. [lt. ΛΜΠ volkstümlich:] Verwendung in (direkten) Fragesätzen:
• Μη φάνηκε ο Χαρίσης ο ταμπάκος; – [απάντηση:] Δεν τον είδαμαν [= είδαμε]. |
Ist vielleicht Charissis, der Gerber, hier [in dem Wirtshaus] aufgetaucht? – [Antwort:] Haben ihn nicht gesehen. [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
• Άρχισε να με τρώει η έγνοια. Τι να ’παθε; Μην κόλλησε την άγνωστη αρρώστια; Και τι να του κάνω; Πώς να τον ανακουφίσω; |
Die Sorge um ihn [sc. um meinen von Fieberkrämpfen geschüttelten Freund] ließ mich nicht los. Was hat er? Ob er sich an der unbekannten Krankheit angesteckt hat? Und was kann ich für ihn tun? Wie kann ich ihm Linderung verschaffen? [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• Τι έχεις, [...], Σεφκιέτ; Μην είναι άρρωστος ο πατέρας, η μάνα σου; Μην έλαχε τίποτις σακατλίκι στα ζωντανά σας; |
Was hast du, [...], Sevket [dass du so bedrückt bist]? Es ist doch nicht dein Vater krank oder deine Mutter? Es gibt doch keine Seuche bei dem [= bei eurem] Vieh? [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• Και μήπως δεν προσπάθησε να τη "βελτιώσει"; Λίγες φορές την έβγαλε έξω από την τάξη; Λίγες φορές τη σήκωσε ορθή στο δίωρο μάθημα των Αρχαίων; Μη δε μεταχειρίστηκε και τις γραπτές τιμωρίες; Δεν την υποχρέωσε να γράψει εκατό φορές "ειμί αυθάδης και αναιδής" [...]; [rhetorische Fragen eines Lehrers bezüglich einer noch immer ungezogenen Schülerin] [Κατίνα Παπά: Σ’ ένα γυμνάσιο θηλέων, σ. 24] |
~ "denn nicht …" / ~ "etwa nicht …" |
7. αν μη τι άλλο:
πάντως, με πρόταση ή όρο πρότασης, για να εκφράσει ο ομιλητής την παρήγορη διαπίστωση της παρουσίας κάποιου, τουλάχιστον θετικού, στοιχείου * |
πέρα από οτιδήποτε άλλο**, αν όχι τίποτε άλλο |
αν όχι τίποτε άλλο |
π.χ.: • Mπορέσαμε, αν μη τι άλλο, (τουλάχιστο) να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη. |
π.χ.: • θα προτιμήσω αυτή τη δουλειά· αν μη τι άλλο, θα βγάζω περισσότερα λεφτά (= έχει και άλλα θετικά, αλλά αυτό είναι το σημαντικότερο) |
π.χ.: • Αν μη τι άλλο, φέρθηκε ανάρμοστα στον καλύτερό του φίλο. |
*) [Anm.: entspricht damit deutschen Ausdrücken wie: zumindest, wenigstens, immerhin, jedenfalls, wenn schon sonst nichts]
**) [Anm.: entspricht damit deutschen Ausdrücken wie: vor allem (auch), insbesondere]
(weitere) BSe:
• Το βρίσκει πραγματικά απαίσιο. Αλλά και το θέμα που έχουν πιάσει το βρίσκει αν μη τι άλλο εξίσου απαίσιο, […] |
Sie findet es [= diesen Umstand] wirklich fürchterlich. Aber sie findet das Thema hier [= über das sie zu sprechen begonnen haben] mindestens ebenso fürchterlich, […] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• [...], αν μη τι άλλο, με το να [...] |
[ob sie … sich wirklich freuen durfte], sei es auch nur darüber, dass […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Την Πέρσα όμως την αντάμωνε συχνά η Φεβρωνία – αν μη τι άλλο, πήγαινε για να της ζητήσει καπνό [...] |
Doch mit Persa kam Fewronía oft zusammen – schon weil sie sie um etwas Tabak bitten wollte […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Όταν ζήτησα τη γνώμη του A. J. Ayer σχετικά μ’ αυτό – ο οποίος αν μη τι άλλο σπούδαζε στη Βιέννη εκείνη την εποχή – [...] |
When I consulted A. J. Ayer about this* – who after all had studied in Vienna at the time – [...] [EF+GF aus: Gellner: Movement] *[Anm. 1: Gemeint ist ein (dem Fragesteller von dritter Seite berichtetes) Vorkommnis an der Wiener Universität in der Zwischenkriegszeit, über das er von Ayer Näheres erfahren möchte.] [Anm. 2: after all = schließlich, immerhin] |
Weitere Wörter:
- ΜΕΤΡΟ, το (Ι) (= μέτρο, το)...μέτρο, το [Anm.: το μέτρο ist zu unterscheiden von: το μετρό!] 1. Grundbedeutungen: a) das Maß b) die Maßnahme c) der Meter 2. zur Deklination bei Maßangaben:...
- ΜΕΤΡΟ, το (ΙΙ) (= μετρό, το)...μετρό, το [Anm.: το μετρό ist zu unterscheiden von: το μέτρο!] = die U-Bahn ...
- ΜΕΤΡΩ...μετρώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) messen b) zählen 2. Spezialbedeutung: "μετρώ" hat zuweilen wohl nicht so sehr die Bedeutung des tatsächlichen Zählens (bzw....
- ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ, η...μετωνυμία, η - σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει στενή σχέση, π.χ. "στέγη" αντί "σπίτι",...
- ΜΕΧΡΙ...μέχρι 1. Zur Unterscheidung von μέχρι που einerseits und μέχρι να (bzw. bei Καρζής: μέχρι που να) andererseits: Μπαμπινιώτης, S 1101: μέχρι που: μέχρι να:...
- ΜΗ...μη s. μην ...
- ΜΗΔΕΙΣ, -δεμία, -δέν...μηδείς, -δεμία, -δέν [Pronomen / αντωνυμία] 1. Grundbedeutung: keiner, keine, kein [Mandeson] [bzw.] keiner / niemand [Wendt (alte Auflage)] 2. μηδέν άγαν:...
- ΜΗΔΕΝ, το...μηδέν, το 1.1) die Null 1.2) null [Zahlwort] 2) das Nichts [Anm.: μηδέν άγαν: s. unter μηδείς, -δεμία, -δέν (Z 2)] ...
- ΜΗΚΟΣ, το...μήκος, το • Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης [...] ° ~Auf der ganzen Welt (Überall auf der Welt) […] [haben sich die Menschen daran gewöhnt,...
- ΜΗΛΟ, το...μήλο, το 1. Grundbedeutung: der Apfel 2. Spezialbedeutung: καθένα από τα δύο κυρτά και προεξέχοντα τμήματα των παρειών κάτω από τους κροτάφους [ΛΜΠ] – π.χ.:...
- ΜΗΝΑΣ, ο...μήνας, ο με το μήνα: • Άφησα το ξενοδοχείο, νοίκιασα ένα σπίτι με το μήνα. ° Ich ließ das Hotel [= zog aus dem Hotel aus], mietete monatsweise ein Haus....
- ΜΗΠΩΣ...μήπως (auch: μήπως και) Bedeutungsübersicht: 1) (dass) … könnte(n) / (dass) … (womöglich) würde(n) // vielleicht (könnte/n) [etc.] 2) für den Fall,...
- ΜΗΧΑΝΑΚΙ, το...μηχανάκι, το = das Moped [Pons online] ...
- ΜΙΑ...μία [bzw.] μια 1. μια και ° αφού [ΛΔΗ] / επειδή [ΛΔΗ] // da * / weil ** / denn * / denn schließlich ** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως // Σκούρτης:...
- ΜΙΚΡΟΔΕΙΧΝΩ...μικροδείχνω • Σ’ εμάς μικροδείχνεις, σ’ αυτούς μεγαλοδείχνεις – πόσο είσαι; ° Uns kommst du jünger vor,...
- ΜΙΚΡΟΚΑΜΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μικροκαμωμένος, -η, -ο • Η Ζυλιέτ [...] ήταν ακόμη πιο μικροκαμωμένη απ’ όσο θυμόμουν. ° Juliette […] war noch zierlicher, als ich es in Erinnerung hatte....
- ΜΙΚΡΟΥΛΑ, η...μικρούλα, η • η μικρούλα ° das Mäderl / das kleine Mädchen [im konkreten Text:...
- ΜΙΛΩ...μιλώ (-άς [bzw. lt. ΛΜΠ selten auch:] -είς) 1. Grundbedeutung: sprechen, reden 2....
- ΜΙΞΑΡΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μιξαρισμένος, -η, -ο • Διπλό cd που σας προσφέρει στιγμές από "live" εμφανίσεις του Στέλιου Ρόκκου....