μέχρι
1. Zur Unterscheidung von μέχρι που einerseits und μέχρι να (bzw. bei Καρζής: μέχρι που να) andererseits:
Μπαμπινιώτης, S 1101:
α) για την εισαγωγή δευτερεύουσας πρότασης, που δηλώνει πότε στο παρελθόν ολοκληρώθηκε η πράξη που εκφράζει η πρόταση από την οποία εξαρτάται (συν.: "ώσπου", "ωσότου") π.χ.: • Ήμουν δυστυχισμένος, μέχρι που σε ξαναβρήκα. β) για την εισαγωγή πρότασης που δηλώνει εμφατικά το σημείο ώς το οποίο έχει φθάσει ή θα φθάσει (κάποιος / κάτι) π.χ.: • Χρησιμοποίησαν κάθε αθέμιτο μέσο, για να με πολεμήσουν· μέχρι που διέδωσαν ότι είμαι ετοιμοθάνατος! • 2) |
για την εισαγωγή δευτερεύουσας χρονικής προτάσεως, που δηλώνει πότε ολοκληρώνεται η πράξη που εκφράζει η πρόταση από την οποία εξαρτάται (συν. "ώσπου να", "ωσότου") π.χ.: • Καθίσαμε στο υπόστεγο, μέχρι να περάσει η μπόρα. |
1) s. aber auch Καρζής, S 179, für den "μέχρι να" (ohne "που") offenbar nicht zulässig ist:
Η πρόθεση [Anm.: hier wohl: ο σύνδεσμος] "μέχρι", σε μερικές περιπτώσεις πρέπει ν’ ακολουθιέται από το μόριο "που" – το οποίο, ωστόσο, από λάθος συμβαίνει να παραλείπεται. Δηλαδή:
- Κουράστηκε μέχρι που να μάθει σωστά ελληνικά. (και όχι: "μέχρι να μάθει")
Το ακόλουθο παράδειγμα δείχνει ανάγλυφα την ανάγκη του "που" μετά το "μέχρι":
- Η αγωνία της κράτησε μέχρι που τον είδε.
Άρα και:
- Η αγωνία της κράτησε μέχρι που να τον δεί. (και όχι: "μέχρι να τον δει")
2) Πολλά άλλαξαν, μερικά άλλαξαν και μέσα μου. Μέχρι που συμπάθησα την Κρούπσκαγια, [...] ° Es hat sich viel geändert, einiges auch in mir selbst. Ich mochte am Ende sogar die Krupskaja [sc. Lenins Ehefrau (die mir früher unsympathisch gewesen war)], [...] * [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
*[praktikable Übersetzungsalternative: Das ging so weit, dass ich schließlich (sogar) die Krupskaja mochte, {…}] |
(weitere) BSe:
• Μέχρι να ξανασηκώσω το κεφάλι μου άνοιξε η γη και την κατάπιε. ° Bis ich den Kopf wieder hob, hatte die Erde sich aufgetan und sie verschlungen [sc. jene Frau, die gerade zuvor noch vor mir stehen gestanden war]. [GF+DF aus: Όσες φορές]
2. αλλά μέχρι εκεί / μέχρι εκεί όμως:
• [...], το πολύ πολύ να μάθω να [...], αλλά μέχρι εκεί. ° […], höchstens lerne ich noch, […] zu […], aber das war es dann schon [sc.: mehr Möglichkeiten oder Chancen hatte ich in meinem Leben nicht mehr zu erwarten]. [GF+DF aus: Όσες φορές]
• Εφ’ όσον ο στόχος του cd είναι η διασκέδαση, μπορούμε να πούμε πως οι συντελεστές του πέτυχαν διάνα. Επενδύοντας στην εμπορικότητα, δημιούργησαν τραγούδια που δύσκολα θα ακούμε μετά από 2-3 χρόνια, σίγουρα όμως θα τα αναζητούμε τουλάχιστον το φετινό καλοκαίρι. Δροσερά κομμάτια, "εύπεπτα", ικανά να διώχνουν από το μυαλό μας έννοιες και προβλήματα, ότι πρέπει για να περνάμε καλά και να χορεύουμε μ’ αυτά. Μέχρι εκεί όμως ...* [aus der Rezension einer CD mit Γιώργος Λεμπέσης]
*[Anm.: praktikable Übersetzungsmöglichkeit für "μέχρι εκεί όμως": "aber nicht mehr"]
3. μέχρι ενός (bzw. ΛΚΝ: μέχρις ενός) ° bis auf den letzten Mann ["Sensagent" Online-Übersetzungen] // ως τον τελευταίο [ΛΚΝ] // όλοι ανεξαιρέτως ["Sensagent" Online-Übersetzungen]
π.χ.:
• Oι υπερασπιστές του φυλακίου σκοτώθηκαν όλοι μέχρις ενός. [ΛΚΝ]
• Αυτοί, όλοι χάθηκαν μέχρι ενός ποδοπατημένοι από τα άλογα και σφαγμένοι από τους Θεσσαλούς. [Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 43]
4. Fälle, in denen μέχρι kein eigentliches "bis" ausdrückt, sondern in Zusammenhang mit Bewegungsvorgängen (mehr) ein "nach", "auf (etwas zu)", "(irgendwo) hin" bezeichnet:
• O Kριγκελάιν πήγε μέχρι το παράθυρο και κοίταξε έξω. ° Kringelein ging ans Fenster [seines Hotelzimmers] und sah hinaus.
[Anm.: vgl. die zweite Übersetzung desselben deutschen Satzes:
• Σκοπεύω επίσης να πάω μέχρι το Παρίσι, [...] ° [Ich] [in Berlin aufhältig] beabsichtige, auch nach Paris zu fahren, […]
[Anm.: vgl. die zweite Übersetzung desselben deutschen Satzes:
• [...] και μ’ αυτά τα χρήματα έκανα το ταξίδι μέχρι εδώ, για να [...] ° […] und [ich] bin mit dem Geld hierher [sc. (von Sachsen) nach Berlin] gefahren, um …[mich medizinisch untersuchen zu lassen] [DF+GF aus: Baum: Hotel]
• Δεν ταξίδεψα μέχρι εδώ γι’ αυτό. ° Dazu bin ich nicht hergefahren [nach Berlin]. [sc. um in einem so armseligen Hotelzimmer zu wohnen. Ich werde ausziehen].
[Anm.: vgl. die zweite Übersetzung desselben deutschen Satzes:
Weitere Wörter:
- ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ...μετανιώνω (auch: μετανοιώνω) a) bereuen b) es sich anders überlegen / [vom ursprünglichen Vorhaben] (wieder) abkommen: • Στο τέλος Ιουλίου,...
- ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, η...μεταπολίτευση, η (auch: Μεταπολίτευση, η) 1. Bedeutung allgemein: πολύ σοβαρή πολιτική μεταβολή και ιδίως αλλαγή του πολιτεύματος σε μια χώρα [ΛΚΝ] 2....
- ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...μεταπτυχιακός, -ή, -ό s. unter προπτυχιακός, -ή, -ό ...
- ΜΕΤΕΡΙΖΙ, το...μετερίζι, το = das Bollwerk / die Bastion [Pons online] :...
- ΜΕΤΕΡΧΟΜΑΙ...μετέρχομαι 1) ausüben (επάγγελμα) 2) anwenden (χρησιμοποιώ, εφαρμόζω) [Pons online] ...
- ΜΕΤΟΙΚΟΣ, ο...μέτοικος, ο Όλοι οι ξένοι που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην [αρχαία] Αθήνα σαν τραπεζίτες, έμποροι, βιομήχανοι κ.λπ. λέγονταν μέτοικοι....
- ΜΕΤΡΟ, το (Ι) (= μέτρο, το)...μέτρο, το [Anm.: το μέτρο ist zu unterscheiden von: το μετρό!] 1. Grundbedeutungen: a) das Maß b) die Maßnahme c) der Meter 2. zur Deklination bei Maßangaben:...
- ΜΕΤΡΟ, το (ΙΙ) (= μετρό, το)...μετρό, το [Anm.: το μετρό ist zu unterscheiden von: το μέτρο!] = die U-Bahn ...
- ΜΕΤΡΩ...μετρώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) messen b) zählen 2. Spezialbedeutung: "μετρώ" hat zuweilen wohl nicht so sehr die Bedeutung des tatsächlichen Zählens (bzw....
- ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ, η...μετωνυμία, η - σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει στενή σχέση, π.χ. "στέγη" αντί "σπίτι",...
- ΜΗ...μη s. μην ...
- ΜΗΔΕΙΣ, -δεμία, -δέν...μηδείς, -δεμία, -δέν [Pronomen / αντωνυμία] 1. Grundbedeutung: keiner, keine, kein [Mandeson] [bzw.] keiner / niemand [Wendt (alte Auflage)] 2. μηδέν άγαν:...
- ΜΗΔΕΝ, το...μηδέν, το 1.1) die Null 1.2) null [Zahlwort] 2) das Nichts [Anm.: μηδέν άγαν: s. unter μηδείς, -δεμία, -δέν (Z 2)] ...
- ΜΗΚΟΣ, το...μήκος, το • Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης [...] ° ~Auf der ganzen Welt (Überall auf der Welt) […] [haben sich die Menschen daran gewöhnt,...
- ΜΗΛΟ, το...μήλο, το 1. Grundbedeutung: der Apfel 2. Spezialbedeutung: καθένα από τα δύο κυρτά και προεξέχοντα τμήματα των παρειών κάτω από τους κροτάφους [ΛΜΠ] – π.χ.:...
- ΜΗΝ [bzw.] ΜΗ...μην [bzw.] μη Übersicht: 1. Wortart 2. Zur Unterscheidung μην – μη 3. Bedeutung u.a.: για να μην 4. μη(ν) nach Verben (bzw. Hauptwörtern), die Befürchtung,...
- ΜΗΝΑΣ, ο...μήνας, ο με το μήνα: • Άφησα το ξενοδοχείο, νοίκιασα ένα σπίτι με το μήνα. ° Ich ließ das Hotel [= zog aus dem Hotel aus], mietete monatsweise ein Haus....
- ΜΗΠΩΣ...μήπως (auch: μήπως και) Bedeutungsübersicht: 1) (dass) … könnte(n) / (dass) … (womöglich) würde(n) // vielleicht (könnte/n) [etc.] 2) für den Fall,...
- ΜΗΧΑΝΑΚΙ, το...μηχανάκι, το = das Moped [Pons online] ...